Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

( Κύκλος Ζωής) ο Τζίτζικας

Ο Τζίτζικας

Καιρό πολύ σε φρόντισε 
                        το χώμα
'ο,τι είχε να σου δώσει, στο 'δωσε
εισ'  έτοιμος για άλλα
ψάχνεις για τα περάσματα
το σώμα σου αναμετράς
δρόμους διαλέγεις βολικούς
στα μέτρα τα δικά σου
κι αυτοί δυσκολοδιάβατοι
μα δε γυρίζεις πίσω
αφού το έβαλες σκοπό
να βγεις στο φως, στο γαλανό
που ονειρευόσουν χρόνια.
Δε σταματάς, ας πας αργά
όλο ανηφορίζεις
κι όσο ανηφορίζεις
χώμα ζεστό, πιο αλαφρύ
γύρω σου, πάνωθέ σου
και με το σώμα απορείς
που μ' ευκολία, με σιγουριά
σα να τον ήξερε από πριν
το δρόμο που ανοίγεται
κάθε φορά μπροστά σου τον διαβαίνει.
" θα πλησιάζω" σκέφτεσαι
" περίσσεια ορμή και πεθυμιά
                        απ' την ψυχή
με σπρώχνουν.
Έφτασα. Βγήκα. Αλλάζω....
Ναι, είμ' εγώ. Τι απορώ; 
Που απέξω είμαι άλλος;
Με το καινούργιο σώμα μου
το φως , τη ζέστη θα χαρώ
του ήλιου τα χρυσάφια.

Πέτρες, κλαριά και φυλλωσιές
ξερόχορτα, φτέρες, ελιές
πολύχρωμα λουλούδια 
όλα με καλοδέχονται
κι εγώ όλο φτερουγίσματα
πήδους απ' το ένα στο άλλο
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

Το φως, η ζέστη, οι μυρωδιές
τ' αγέρι που χαϊδεύει
και το σκοτάδι τις νυχτιές
που το στολίζουν τ' άστρα
δώρα που μου χαρίζονται
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

     Μέρα και νύχτα τραγουδώ
     σχεδόν χωρίς σταματημό
     κάποιους ανθρώπους ενοχλώ
     με την επιμονή μου
     μααα.. αυτό μονάχα θα τους πω:
     - θα με δικαιολογήσετε αν το καλοσκεφτείτε-.
     Τα χρόνια που έζησα πολλά
     στα παγερά σκοτάδια
     κι ελάχιστος ο χρόνος μου
     ψηλά στο φως, στη ζέστη.
     Λέτε ειν το τραγούδι μου
     ήχοι μυριάδες μαχαιριές
     το χρόνο κομματιάζουν
     κι εγώ σας λέω, το έψαξα
     αυτόν τον τρόπο διάλεξα
     το χρόνο να μακρύνω.
Θα τραγουδώ, θα τραγουδώ
μες το τραγούδι, τη χαρά
το τέλος θε να μ' έβρει."

( Για παιδιά Ε ,ΣΤ τάξεων αλλά και Γυμνασίου)






Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΕΝΟΤΗΤΑ ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ - Η περιπέτεια της Κικής

                                         Η     ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ   ΤΗΣ  ΚΙΚΗΣ


Πού
πάνε έτσι βιαστικοί
αυτοί οι δύο ποντικοί;
Τα φώτα δεν τα λογαριάζουν; 
Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί.
Άνθρωποι, γάτες, γάτοι, είναι όλοι εχθροί.

Αααα... κατάλαβα ποιοι είναι.
Ο Θεράπων ο γιατρός με τον Σοφοκλή.
Σίγουρα κάποιος κινδυνεύει
η λεωφόρος θα βολεύει 
για να φτάσουν πιο νωρίς.

Κατά τους κάδους πάνε
κάτι θα έγινε εκεί
θαααα... τους ακολουθήσω από τα σκοτεινά
και ας φτάσω πιο αργά.

Μάααλιστα.., είχα δίκιο.
Να ο Θεράπων με τον Σοφοκλή.
Αναμερίζουν όλοι οι ποντικοί.
Βλέπω την ποντικούλα την Κική.
Ναι. Χρειάζεται βοήθεια, τρέμει.
Πιάνει ο Θεράπων την Κική, της κάνει εντριβούλες
κοιτάζει το λαιμό
και ένα εργαλείο ζήτησε από τον Σοφοκλή.
Το όνομά του δεν άκουσα
δεν πρόλαβα δηλαδή.
Φταίνε και αυτά τα ανήσυχα γουτς, γουτς, γουτς, γουτς
με τρέλαναν οι ποντικοί.
Πάντως, απ' του γιατρού το βαλιτσάκι
βγήκε το εργαλείο στη στιγμή.
Το πήρε ο Θεράπων και πολύ προσεκτικά
στης Κικής το λαιμό το βάζει
λίγο το στριφογυρνά
κάτι σαν ξυλάκι βγάζει
δεν ξεχωρίζω και καλά.
Ας πάω λίγο πιο κοντά.

Καλύτερα είμαι εδώ.
Τώρα που το σήκωσε ο Θεράπων ψηλά
κατάλαβα, κοκαλάκι είναι 
απόοο κοτόπουλο φυσικά.
Αυτό έκανε όλη τη ζημιά.
Όλη η ποντικοπαρέα έκανε ένα γουουουουτς 
ανατριχιαστικό, φοβερό.
Από τέτοιο κοκαλάκι τσιγκελωτό
την πάτησε ένα γατάκι
το Καλοκαίρι ήταν, στο παρκάκι.
Δεν κατάφερε το καημένο να βγάλει το κοκαλάκι.
Ήμουν εκεί. Το είδα με τα μάτια μου και γω.

Τώρα βλέπω ξανά εντριβούλες
στο σώμα μόνο, όχι στο λαιμό
και ο γιατρός ζητάει 
κάποιο φάρμακο από τον Σοφοκλή.
Από τα εικοσιτρία μπουκαλάκια
πολλά έχουν μέσα σιροπάκια
και λίγα θεραπευτικά λαδάκια.
Παίρνει ο Σοφοκλής αυτό που πρέπει 
και το δίνει στο γιατρό.
Πώς γυαλίζουν στο σκοτάδι! 
Τις βλέπω. Σταγονίτσες πέφτουν
στης ποντικούλας το λαιμό.
Αυτές την πληγή θα κλείσουν
και τον πόνο θα τον σβήσουν
όχι όμως με τη μία.
Έτσι είπε ο γιατρός.
Για δέκα μέρες η Κική θα κάνει θεραπεία.
- " Ααααχ γιατρέμου τι τραβάω
με του παιδιού τη λαιμαργία" 
είπε σιγά η κυρία Ευλαμπία...
Της απάντησε αμέσως ο Θεράπων
και μάλιστα ακόμα πιο σιγά:
" Δεν είναι  κατάλληλη η στιγμή
για παράπονα , για παρατηρήσεις
θααα... τα πούμε άλλη φορά κυρία Ευλαμπία
φοβήθηκε, στεναχωρήθηκε η Κική
είμαι σίγουρος από εδώ και πέρα
θα είναι πολύ προσεκτική"

Ευτυχώς πλησίασα τόσο κοντά .
Πώς θα τα άκουγα όλα αυτά, έτσι που μιλούν σιγά;
Μετά από τα λόγια του γιατρού
ησύχασε η κυρία Ευλαμπία.
Δεν βλέπω το πρόσωπό της αλλά
βλέπω το τρίχωμά της, την ουρά
άλλαξαν κινήσεις, μαλάκωσαν
αφού τα λόγια του γιατρού
μαλάκωσαν το μυαλό της, την καρδιά της.
Ο Θεράπων έκανε σπουδαία δουλειά και με τη μαμά.

Η Κική έμαθα ότι κινδύνεψε
πάλι πριν λίγο καιρό
επειδή κατάπιε βιαστικά
ένα κομμάτι σαλαμάκι
και..δεν ήταν και σκληρό.

Ο Σοφοκλής χαϊδεύει την Κική.
" ξαδερφούλα μου" της λέει
"μας τρόμαξες πολύ".
" Το ξέρω" είπε η Κική.
" Ευτυχώς  ήσουν εδώ μαζί μας όταν έγινε
και έτρεξες βολίδα να φέρεις το γιατρό.
Σ' ευχαριστώ".

Την καλύτερη θέση βρήκα.
Βλέπω, ακούω τα πάντα
αλλά τέλος. Έως εδώ. Όλα καλά.
θα πάω χαρούμενος να κοιμηθώ
όμως ... όμως πρώτα να σας πω...να ...σας πω
να... αυτό, για εμένα να πω
που σας τα λέω όλα αυτά
με ενδιαφέρον, με χαρά.
Εγώ φίλοι μου ,όχι, δεν είμαι ποντικός
ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος, ούτε κατσαρίδα
είμαι ο σκαντζόχοιρος ο Σίμος.
Μένω σε μία αυλίτσα
με φροντίζουν δύο παιδιά
και από το παλιό ελαιοτριβείο μας χωρίζει
η μεγάλη αποθήκη με τα σιδερικά.
 Βράδυ μόνο, ξεμυτίζω από την αυλή
έτσι για να δω, να ακούσω
κάτι καινούργιο, διαφορετικό.

Υπάρχει και συνέχεια όμως στην ιστορία με την Κική
και πρέπει να σας την πω:

Θα πέρασαν είκοσι, εικοσιπέντε μέρες
-αποκλείεται πιο πολλές-
από τη βραδυά εκείνη
που η ποντικοπαρέα
λίγο έλλειψε να χάσει
από ένα κοκαλάκι την Κική.
Στο παλιό ελαιοτριβέίο, στο σπίτι των ποντικών,  έγιναν αλλαγές.
Για την υγεία oλονών απαραίτηττες.
Ό,τι κουβαλούν για φαγηρό οι μεγάλοι 
τσιπς, τυριά, παστά, σαλαμάκια
περισσεύματα  από φαγητά
σκληρά και μαλακά
όλοι, μικροί- μεγάλοι
πάνω -κάτω, πάνω- κάτω
κρίτσι- κρίτσι, κράτσα- κρούτσα
κρίτσι- κρίτσι, κράτσα- κρούτσα
συνέχεια τα δοντάκια
μασούν, μασούν, μασούν
αργούν να καταπιούν.
Καιαια ...αφού στο στόμα την τροφή τους
περισσότερο κρατούν
τη γεύση  και τη νοστιμιά απολαμβάνουν .

Κρίτσι- κρίτσι- κράτσα- κρούτσα και οι δυο
η Κική με την Κοκό
οι δύο ξαδερφούλες τρώνε
τσιπς, πακοτίνια, κρακεράκια...

Ξέρουν, τους περιμένει και γλυκό.
Σοκολατογκοφρετάκια.
Δώρο δικό μου. Ξέρουν πού τους αφήνω φαγητό
μέσα στο σκουριασμένο ράδιο
κάτω στον φωταγωγό.




Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η γιαγιά μου

Η γιαγιά μου


«Ήρθαν τα έπιπλα! Ήρθαν τα έπιπλα παιδιά!», είπε και έλαμψε η γιαγιά.
Προτού να σταματήσει ο θόρυβος που κάνει η πόρτα του κήπου όταν ανοίγει, η γιαγιά είχε εξαφανιστεί.
Η μαμά μας ρώτησε: « ποια έπιπλα;» και έφυγε στο κατόπι της γιαγιάς.
Εμείς παρατήσαμε το παιχνίδι.
Είμαστε στο παράθυρο. Έξω η γιαγιά μιλάει με κάποιον άγνωστο. Άλλοι δύο μπαίνουν στον κήπο. Κουβαλούν ένα τραπέζι. Θα είναι από την  ΠΗΓΑΣΟΣ»
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ. Αυτό γράφει στο πλάι το φορτηγό.
Η μαμά στέκεται. Κοιτάζει από απόσταση, δεν πλησιάζει κανέναν. Ο άνθρωπος που μιλάει με τη γιαγιά της δείχνει κάποια χαρτιά. Της τα έδωσε. Η γιαγιά κάτι γράφει και του τα γυρίζει αμέσως πίσω. Αυτός της ξαναδίνει ένα μόνο.
Τώρα αυτοί που κουβαλούσαν το τραπέζι, κουβαλούν πολυθρόνες.
Μία ο καθένας. Έξι μέτρησα από αυτές.
Ωραία έπιπλα. Μεγάλα. Άνετα. Τέτοια έχω δει σε διαφημίσεις στην τηλεόραση
και σε φυλλάδια που ρίχνουν στο κουτί. Όσο και να τα κατηγορεί η μαμά, τα φυλλογυρίζει. Δείχνει και σε μας κάτι που μπορεί κατά τη γνώμη της  να μας ενδιαφέρει.
Αυτά που πήραμε είναι έπιπλα εξωτερικού χώρου.
Η μεταφορά και η τοποθέτηση έγιναν  στο πι και φι. Πέταξαν οι εργαζόμενοι της « ΠΗΓΑΣΟΣ».
Η μαμά όλη την ώρα εκεί κάτω, κολώνα. Κατάλαβα ως τώρα ότι για τα έπιπλα δεν ξέρει. Δεν τα παρήγγειλε αυτή.
Έφυγε το φορτηγό. Η πόρτα έκλεισε. Κάτι είπε η μαμά που δεν το ακούσαμε. Πώς να φτάσει ως εδώ; Κάτι μικρό, δύο- τρεις λέξεις είπε και η γιαγιά, που τη βλέπω να πλησιάζει στο « σαλόνι του κήπου». Κάθεται με το πόδι απανωτό σε μία πολυθρόνα, ακουμπάει στα μπράτσα τα χέρια. Γελάει. Κάτι λέει  που δεν πιστεύω πως το άκουσε η μαμά, γιατί πλησιάζει στο σπίτι. Δείχνει μέσα στα νεύρα.
Εμείς επιστρέψαμε στο παιχνίδι με τις κάρτες.
« Ωραία τα έπιπλα κήπου. Τα είδαμε» λέω στη μαμά με το που μπήκε.
«Άφησέ με Θωμά. Δεν μπορεί η γιαγιά να κάνει ό,τι θέλει δίχως να ρωτάει. Δεν ήξερα τίποτα.» Είναι μέσα στα νεύρα. Κόκκινη.
« Μήπως ξέρει ο μπαμπάς; Μήπως μαζί το σχεδίασαν; Έκπληξη για μας. Για σκέψου…» της λέω.
Πέρασε λίγη ώρα.
Με το που μπαίνει στο σπίτι η γιαγιά φωνάζει: « Έκπληξη! Ωραία τα έπιπλα;  Τα είδατε παιδιά. Σας πήρε το μάτι μου για λίγο.»
«Ναι, ωραία» λέμε με ένα στόμα η Σοφία και εγώ. Η μαμά δε μίλησε.
« Μαρίνα τι λες εσύ;» τη ρωτάει η γιαγιά,« Ωραία αλλά… ζοριζόμαστε οικονομικά» της απαντάει η μαμά.
«Αααα πήρα από τη σύνταξη τα αναδρομικά. Δεν επιβάρυνα κανέναν. Έκανα ένα δώρο σε μένα, ελπίζω και σε σας. Ούτε ο Ανδρέας ξέρει κάτι. Έκπληξη για όλους.»
Με όσα είπε η γιαγιά δεν άφησε κενά για ερωτήσεις, για παράπονα.
Τελικά δεν έπεσα και πολύ έξω. Ήταν  έκπληξη  αλλά δική της μόνο, δίχως συνεννόηση με το μπαμπά.
Η μαμά άφησε το νεροχύτη και έκανε τη γιαγιά αγκαλιά. Είναι συγκινημένη.
Χμ! Με αυτά και με αυτά, κατάλαβα κάτι.
Πραγματικά την άλλαξε η εγχείριση  στο γόνατο τη γιαγιά. Άλλος άνθρωπος. Βγαίνει με φίλες της συχνά, περιποιείται τα μαλλιά της, ασχολείται με τον κήπο και προπαντός δε γκρινιάζει για πόνους. Τώρα έκανε αυτό. Το δώρο για τον εαυτό της και για μας. « το σαλόνι του κήπου».
Περνούν οι μέρες. Ο κήπος αλλάζει. Στο σαλόνι του μπήκαν μαξιλάρες φουσκωτές, μπήκαν τρία φανάρια διακοσμητικά επάνω στο τραπέζι, από αυτά που φορτίζουν από την ήλιο όλη μέρα. Έτσι έχουμε ωραίο απαλό φως όλο το βράδυ χωρίς να ξοδεύουμε παραπάνω ρεύμα.
Στο πλάι στο σαλόνι μπήκε σε μία μόνο μεριά ένα ξύλινο δικτυωτό χώρισμα.
Και τέτοια έχω δει σε περιοδικά με διαφημίσεις. Στο χώρισμα η γιαγιά κρέμασε μικρά γλαστράκια με λουλούδια. Πετούνιες άκουσα ότι λέγονται.
Όλα, όλα αυτά με τα λεφτά από τα αναδρομικά!
Σήμερα είναι Κυριακή. Είναι δροσερά από το πότισμα. Καθαρά. Ακόμα δε νύχτωσε για τα καλά. Είμαστε όλοι στον κήπο. Εμείς, η γιαγιά Χαρίκλεια η αδερφή της γιαγιάς, ο θείος Αντώνης με τον ξαδερφό μου, τη θεία και ένας άγνωστος κύριος.
Γύρω από το τραπέζι φέραμε και καρέκλες από το σπίτι για να χωράμε όλοι.
Όσο σκοτεινιάζει , τα φανάρια στο τραπέζι φωτίζουν περισσότερο τις πίτσες, τις μπύρες, τα σουβλάκια. Τα ποτήρια λάμπουν.
Όχι, δεν μαγείρεψε η μαμά.
Delivery. Το αγαπημένο μου.
Αυτό το τραπέζι, το πρώτο που γίνεται στο σαλόνι του κήπου, είναι κέρασμα από τη γιαγιά. «Θωμούλη», μου φωνάζει κάποια στιγμή κι εγώ παράτησα το παιχνίδι. Τρέχω να δω τι θέλει. « Φέρε μία πράσινη από το ψυγείο για τον Πεπέ», μου λέει.
Εγώ, σφαίρα, Γύρισα με τη μπύρα και κοιτάζω τον Πεπέ. Πρώτη φορά τον βλέπω στο σπίτι μας και δεν άκουσα ποτέ τίποτα για το ποιος είναι, τι κάνει, γιατί είναι σήμερα μαζί μας. Θα το θυμόμουν με τέτοιο όνομα που έχει.
Παίξαμε, παίξαμε, ώσπου τους τρελάναμε από τη φασαρία και γυρίσαμε στο «σαλόνι» με τους μεγάλους.
Τρώμε πίτσα κατάχαμα. Εγώ ζήτησα σουβλάκι αλλά δεν έμεινε κανένα. Να πω την αλήθεια, δεν με πείραξε.
Τώρα μιλάει η γιαγιά ή μάλλον κελαηδάει. Τσουγκρίζει και το ποτήρι της με τον θείο, τη θεία, τη μαμά, τον μπαμπά, την αδερφή της και τον Πεπέ.
«Άκου Αντώνη», λέει στο θείο. Αν είναι να βρεθούν οι άνθρωποι, βρίσκονται. «Να… με τον Πεπέ τον κηπουρό μας είχαμε τρία χρόνια να συναντηθούμε. Χαθήκαμε. Συμβαίνουν αυτά. Και πώς είναι τώρα εδώ και βλέπει τον κήπο που με τα χέρια του έστησε και καμαρώνει; Εεεε… τυχαία βέβαια.
Θυμάστε πριν από λίγο καιρό, εκεί, μετά το Πάσχα που πήγαμε σ’ εκείνη την ταβέρνα στο Μαραθώνα; Μεσημέρι ήταν. « Να. Ναι» ,είπαν ο θείος και η θεία.
«Όταν κοίταξα γύρω» , συνέχισε η γιαγιά, « ανάμεσα στα λουλούδια , είδα τους συνδυασμούς τους, τα χωρίσματα και σκέφτηκα… βρε, ετούτος ο κήπος έγινε από τον Πεπέ, ολόιδιος με τον δικό μας είναι. Χωρίς να με δείτε, ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν γνωρίζει τον  Πεπέ τον κηπουρό. « Ο Ιταλός είναι ο κηπουρός μου» μου είπε. « Φροντίζει, συντηρεί, ανανεώνει τα λουλούδια.» Εννοείται ότι πήρα το τηλέφωνο καιαιαι… να ‘τος  ο κηπουρός μας. Ο δημιουργός. Αυτός που έκανε με τα μαγικά του παράδεισο την αυλή.»
« Αααα! Τα παραλές κυρία Ευτυχία», τη διέκοψε ο Πεπέ.  «Όχι, όχι» λέει η γιαγιά. «Περνάω  ώρες στον κήπο Πεπέ. Όταν ανθίζουν τα ζουμπούλια και οι πανσέδες που αγαπάω πολύ, άσε, άσε, νομίζω είμαι στον παράδεισο. Θυμάσαι για το δενδρολίβανο που επέμενα; Κοίτα το, θέριεψε! Εγώ και η Μαρίνα φροντίζουμε τα λουλούδια αλλά ρωτάω  και τον γεωπόνο. Έχω όλα τα μικροεργαλεία και χορτοκοπτικό. « ‘Όλα θαυμάσια κυρία Ευτυχία, γεια μας» είπε ο Πεπέ και τσούγκρισε με τη γιαγιά και με τον θείο δίπλα του.
Η γιαγιά όλο γελάει. Σα να παραήπιε μου φαίνεται. Σηκώνεται. « Εις υγείαν» λέει. « Πίνω στην υγεία του ορθοπεδικού, πίνω και για τον κηπουρό. Ο ένας με απάλλαξε από τους πόνους, με έκανε να χορεύω και ο άλλος, εεε Πεπέ;  Ο άλλος μου έφτιαξε έναν παράδεισο. Με χρώματα, με αρώματα γεμίζει η ψυχή μου όταν βρίσκομαι εδώ.»
Όλοι χαιρόμαστε με τη χαρά της γιαγιάς. Τώρα γεμίζω με πορτοκαλάδα ένα γυάλινο ποτήρι και πάω να τσουγκρίσω με τη γιαγιά μου.









Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ

  Διδακτική ενότητα: Μινώταυρος και Θησέας
 
       
           Τα δικά μου μαγικά

Ο Πεπέ ο κηπουρός
με ξύπνησε πρωί πρωί.
Ήρθε για να καθαρίσει
για να φροντίσει την αυλή.

Άκουσα από το θυροτηλέφωνο
που μίλησε η μαμά
" Πεπέ περίμενέ με
σου φέρνω τα κλειδιά"

Εγώ δε γύρισα πλευρό.
Σηκώθηκα κανονικά.
Πήγα στην κουζίνα
δήθεν να πιω νερό
μ' έπιασε περιέργεια
να δω τον Ιταλό.

Μου έκαναν εντύπωση
όσα άκουσα χτες βράδυ από τη γιαγιά
που έλεγε στον μπαμπά και τη μαμά:
" Κοιτάξτε γύρω σας κήπους
οι πιο πολλοί έχουν κηπουρούς στη γειτονιά
αλλά τον Ιταλό, αυτά που κάνει
κανένας δεν τα φτάνει"

------------------------------
" Θωμά γιατί σηκώθηκες;"
μου είπε η μαμά
και στάθηκε μπροστά μου
είχε δώσει τα κλειδιά.
" Διψάω"είπα, " ήρθα
να πιω λίγο νερό
αλλά από ύπνο χόρτασα
δεν πάω να κοιμηθώ."

" Κάθησε στο σαλόνι
το κινητό όμως ξέχνα το
κάτι θα βρεις να κάνεις
παιχνίδια έχεις πολλά".
Με αυτές της τις κουβέντες
πουου...ήταν εντολές
μία χαρά βολεύτηκα
δικαιολογίες δεν έψαξα
για να μην κοιμηθώ.

" Αφού ήρθε ο κηπουρός" 
ρώτησα σιγανά
" να πάω κάτω στην αυλή;
Να βλέπω μοναχά".

" Όχι τώρα Θωμά μου
είναι πολύ νωρίς.
Αργότερα μπορείς.
Μόνο μη ξεχαστείς.
Τις πυζάμες σου να βγάλεις
τις παλιές φόρμες να βάλεις."
Δεν με αποπήρε. Θα κοιμήθηκε καλά.
Είναι και Σάββατο σκέφτηκα. Δεν πηγαίνει στη δουλειά.

" Ποιες παλιές; ποιες εννοείς; της είπα
"Αυτές, στο ψάρεμα που πας
κάτω από τη σκάλα είναι 
στο μπαουλάκι της γιαγιάς" μου είπε.
Πάλι για ύπνο έφυγε φορτσάτη
το Σάββατο το πρωί, δύσκολα αφήνει το κρεβάτι.


Έφτιαξα το ρομπότ με τα 30 κομμάτια
έστησα και την πίστα για τα αγωνιστικά
λίγες μανούβρες έκαναν, τα μάζεψα
σήκωσαν φασαρία
θα ερχόταν, θα με μάλωνε η μαμά

Κάτω από τη σκάλα βρήκα
τις φόρμες με τη μία.
Τις φόρεσα. Όλα καλά.
-------------------------------------

Τώρα είμαι στην αυλή.
Ψάχνω από δω από κει
Πεπέ δεν βλέπω πουθενά.

Ας πάω λέω, λίγο πιο πέρα
και να ΄τονα ο κηπουρός.
Κατάχαμα κάτι μαστορεύει
στα χέρια εργαλεία κραταέι
τον πλησιάζω αλλά δεν με κοιτάει
Απομακρύνομαι. Να , σκέφτηκα
θα τον ενόχλησα.
Κάθομαι στην είσοδο. Στα σκαλιά.
Μικρούς θορύβους ακούω, μεταλλικούς.
Από τα μαστορέματα είναι. Από τον κηπουρό.
Άλλους θορύβους, μικρούς, φτιάχνω κι εγώ.
Ανοίγω δρόμους, σχηματίζω διασταυρώσεις
με τα χαλίκια είχα να παίξω πολύ καιρό.
Κάτω, έναν λαβύρινθο δημιουργώ.

Δεν βιάζομαι να δω του Πεπέ τα μαγικά
ο λαβύρινθός μου με πάει μακριά.
Κάτι για Μινώταυρο πρέπει να βρω
ή και να φτιάξω. Έχω κόλλα άμα χρειαστώ.
Από πέτρες θα είναι; Από ξύλο; Και από τα δυο;
Ό,τι μου έρθει, ό,τι πιο ωραίο  στα μάτια, στο μυαλό.
Τη μορφή του Μινώταυρου την έχω.
Εικόνα. Σα να τον βλέπω. Θυμάμαι.
Ούτε που χρειάζομαι να ψάξω στο κινητό.
Θησέα δεν θα χρειαστώ. Θησέας ειμ εγώ.
Απλώς το δάχτυλό μου θα μετακινώ.

Το ακούω, πο πο , πολλή φασαρία
κάνει το χορτοκοπτικό
θα ξύπνησαν όλοι
όχι μόνο στο σπίτι
σίγουρα και οι γειτόνοι.
Ναι. Άρχισε ο κηπουρός
αλλά δεν σηκώνομαι.
Έχω πολύ σπουδαία δουλειά.
Χοντροδουλειά είναι το κούρεμα στο γκαζόν
χοντροδουλειά τα μεγάλα κλαδιά
όπως λένε ο μπαμπάς και η μαμά.
Η λεπτοδουλειά, δηλαδή όπως καταλαβαίνω
του Πεπέ τα μαγικά
γίνονται μετά. 
Μικροκλαδέματα, ξεχορταριάσματα κοντά στα φυτά
με εργαλεία ειδικά
ανοίγματα διαδρόμων για το πότισμα βοηθητικά 
όλα θα τα δω. Έχω χρόνο. Μετά. Μετά. 
Εγώ, να έτυχε, τον πρόλαβα τον Ιταλό
κάνω τα δικά μου μαγικά.



.
  






Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Ο Θεράπων και η Κοκό

 Ο Θεράπων και η Κοκό

Είναι ένα ποντικάκι
τ' όνομά του είναι Κοκό.
Σ' ένα ελαιοτριβείο 
που είναι πολλά χρόνια κλειστό
μένει με την οικογένειά της η Κοκό,
πέντε αδέρφια, η μαμά της, ο μπαμπάς,
ένας παππούς, μία γιαγιά,
θείες, θείοι και ξαδέρφια.
Και μεγάλα και μικρά.
Όλοι στο ελαιοτριβείο
είναι τριάντα επτά
και σε λίγο θα γινούνε πιο πολλοί
ανάλογα πόσα μωράκια
είναι μέσα στην κοιλιά
της θείας της Κοκό, της Νίας.
Ο γιατρός τους ο Θεράπων το έχει πει: 
"Σε ένα μήνα Νία το πολύ
θα κρατάς τα παιδιά σου αγκαλιά.
Πάλι θα 'ρθεις στα κιλά σου
θ' αλλάξει η περπατησιά σου"

Όλοι εμπιστεύονται τον γιατρό τους.
Ό,τι λέει , το βρίσκουν μπροστά τους.
Τα φάρμακα που δίνει και οι συμβουλές
νικούν αρρώστιες πολλές.

Να... πριν δύο χρόνια θα ήταν
που σταμάτησε να πίνει η Κοκό
γάλα από τη μαμά της
και άρχισε να τρώει
τυριά, αλλαντικά και άλλα φαγητά.
Αυτό κάνουν όλα τα ποντικάκια αλλά
με την Κοκό κάτι πήγε στραβά.
Ο Θεράπων ήταν σίγουρος.
Κάποια τροφή ενοχλούσε την Κοκό
αφού είχε προβλήματα εντερικά
και έβγαζε σπυράκια στα χέρια,
στο πρόσωπο, σε όλο της το σώμα.
Αυτά ήταν σημάδια ανησυχητικά.
Ξύνονταν η Κοκό
κι αφού της έκοβαν τα νύχια συχνά
τρίβονταν σε τοιχους, σε ξύλα
όπου έβρισκε γωνιά.
 Δεν μπορούσε να ησυχάσει 
να σταθεί σε μια μεριά.

Με  μια εξέταση λοιπόν, σε ένα λεπτό
μόνο από το σάλιο της Κοκό
ο Θεράπων βρήκε την αιτία.
Η Κοκό είχε στα γαλακτοκομικά αλλεργία
και η θεραπεία ήταν μόνο μία
έπρεπε όμως αμέσως να αρχίσει.
Αυτή η αλλεργία θα την εμπόδιζε να αναπνεύσει
μπορούσε και η ζωή της ακόμα, να κινδυνεύσει.
" Για τρεις μήνες Κοκό " είπε ο Θεράπων
και γύρισε προς τη μαμά της:
"Δεν θα βάλει στο στόμα της γιαούρτια, τυριά
και φαγητά, γλυκά που έχουν γάλα.
Μπεσαμέλ; Σουφλέ; Απαγορευτικά."
"Τι κρίμα! Πόσο της αρέσουν!" σκέφτηκε η μαμά της,
πολλά φαγητά έχουν τελικά γαλακτοκομικά.
Η Κοκό με τη βοήθεια της μαμάς της
επειδή δεν ήξερε πού κρύβονται
σε όλα τα φαγητά
το γάλα, το βούτυρο, τα τυριά
έτρωγε ό,τι είπε ο γιατρός.
Ψάρι, κοτόπουλο, φρούτα , λαχανικά
και έπινε ένα αμυγδαλόγαλα ,ευτυχώς γλυκό
που μοιάζει με το γάλα το κανονικό
που έχει ασβέστιο και αυτό.
Ναι. Λιγουρεύονταν τυριά, κρέμες, γλυκά
όμως.... δεν χάλασε τη δίαιτα η ποντικούλα
Γρήγορα σταμάτησε να πονάει η κοιλιά της.
Στην αρχή ξεκοκκίνησαν , μετά μαύρισαν κάπως τα σπυριά της,
ώσπου εξαφανίστηκαν τελικά.
Όλα αυτά δεν έγιναν με τη μία. Έγιναν σιγά-σιγά.
Καιαιαι... το σπουδαίο; Τέρμα η φαγούρα.
Βασανίζονταν καιρό η καημενούλα.

Μετά από τους τρεις μήνες
πάλι για εξετάσεις στο γιατρό η Κοκό.
Το τεστ σάλιου βγήκε αρνητικό.
Το είδε στο προσωπάκι, στο σώμα της ο Θεράπων
το περίμενε το αποτέλεσμα αυτό.
Της χαμογέλασε. Είπε: "Πάμε καλά Κοκό"
και έδωσε καινούργιες οδηγίες στη μαμά της.
Μία δίαιτα για ένα μήνα ακόμα
που θα έχει και γαλακτοκομικά
μόνο όμως μαγειρεμένα. Ψητά ή βραστά.

Όλα πήγαν καταπληκτικά.
Η Κοκό έτρωγε με όρεξη ό,τι της έδινε η μαμά της .
Κανένα ανησυχητικό σημάδι
με πόνους, με φαγούρες, με σπυριά.
Νίκησε την αλλεργία η Κοκό.
Είχε βοήθεια από τη μαμά της.
Είχε  τον Θεράποντα γιατρό.

Τώρα είναι μια ποντικούλα 4 χρονών
τρώει ό,τι θέλει, δεν την ενοχλεί τίποτε πια 
και έχει αδυναμία στα φιογκάκια
με κρέμα γάλακτος και με τυριά
βρίσκουν  μπόλικα ταψάκια
μισογεμάτα, μισοαδειανά
πουουού;;;; μα στα σκουπίδια φυσικά.


Αφιερωμένο στην εγγονή μου τη Ζωή
και σε όλα τα παιδάκια που είχαν ή μπορεί να εμφανίσουν
αλλεργία στα γαλακτοκομικά.

Ο γιατρός Θεράπων της ιστορίας είναι μεταφορά της φιγούρας  φίλου γιατρού  με  αυτό το όνομα.






Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Στον πόλεμο βοηθός

 Στον πόλεμο βοηθός.

Σήμερα στο μεσημεριανό
με το που έβηξε ο μπαμπάς
η μαμά δεν αντέδρασε όπως παλιά.
Έχει λίγο καιρό
που τα έκοψε τα πολλά- πολλά.
Πες ο ένας, πες ο άλλος
τα πολλά -πολλά έφερναν τσακωμό, βρισιές
και αμίλητοι κοιτούσαμε εμείς
τρέμαμε μην έρθουν και στα χέρια
αλλά ευτυχώς το τέλειωνε ο μπαμπάς
που έφευγε, πήγαινε να ξαπλώσει
μισοφαγωμένος ή και δίχως να βάλει στο στόμα του μπουκιά.
Μετά η μαμά, μέσα στα δάκρυά της,  έλεγε:
" Συγγνώμη, σας αναστατώσαμε παιδιά"

Μετά την εγχείριση νομίζω πως άλλαξε 
της μαμάς η συμπεριφορά.
"Ααααχ το τσιγάρο". Αυτές τις λέξεις ξεστομίζει μοναχά.
Καιαιαι αυτό το αααχ με πόνο, με αγανάκτηση, με θυμό,
με τιμωρία και παρακαλετό και αγάπη μαζί, για τον μπαμπά.
Πώς χωράνε όλα τα μέσα της σε μια λέξη  τόσο μικρή;
Πώς φανερώνονται όλα τόσο γρήγορα στα μάτια της
και σε όλες τις κινήσεις που κάνει;
Πάντως και αυτές οι λίγες λέξεις της
επηρεάζουν τον μπαμπά.
Δεν θυμώνει όμως όπως παλιά. Όχι. Δεν αντιδρά στα λόγια της.
"Το παλεύω" , τον άκουσα που είπε κάποιες φορές.
Μόνο αυτό. Στεναχωριέται.
Θα έρχονται στο μυαλό του και τα λόγια του γιατρού.
" Να πολεμήσεις μόνος σου τον εχθρό
που μπαίνει στα πνευμόνια σου σιγά- σιγά.
Το κάπνισμα σκοτώνει.
Σου κλέβει τη ζωή."
Αυτά τα λόγια του γιατρού
τα είδαμε γραμμένα εγώ με τη Ναυσικά
κάτω από τις οδηγίες για τα φάρμακα του μπαμπά.
Αυτά τα λόγια εμένα κάτι μου θύμισαν
με την πρώτη που τα διάβασα.
Έτρεξα στο συρτάρι που είναι τα τσιγάρα.
Πήρα το πακέτο. Ναι. Μία εικόνα ενός αρρώστου
και προειδοποιήσεις, συμβουλές για τους καπνιστές.
" Σταματήστε το κάπνισμα
συνεχίστε να ζείτε για τα αγαπημένα σας πρόσωπα"
"Ο καπνός του τσιγάρου
περιέχει πάνω από 70 ουσίες
οι οποίες είναι γνωστό
ότι προκαλούν καρκίνο"
"Το κάπνισμα σκοτώνει".

Ας είπε στον μπαμπά μου ο γιατρός
να πολεμήσει μόνος του τον εχθρό.
Εγώ, θα τον βοηθήσω στον πόλεμο αυτό.
Θα είμαι πιο πολλές ώρες μαζί του
θα του ζητάω να κάνουμε δύσκολα μαθηματικά
να παίζουμε πιο πολύ
θα καταλάβει πως τον χρειάζομαι
θα του λέω ότι τον αγαπώ.
Καιαι κάθε φορά που ετοιμάζεται ν' ανοίξει το πακέτο
όταν είμαστε μαζί
θα του προσφέρω μία καραμέλα ειδική
- πολύ βοηθητική μου είπε ο φίλος μου ο Περικλής-.
Θα αγοράσω από το φαρμακείο ένα κουτί.
Αυτές οι καραμέλες βοήθησαν να κόψει 
το κάπνισμα ο μπαμπάς του
και μετά από εννέα χρόνια ξαναφόρεσε
τα παπούτσια τα ποδοσφαιρικά του!





Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

ΖΑΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

 Ζάρια της Φαντασίας

Τα ζάρια της φαντασίας είναι ένα παιχνίδι  που ο παίχτης μπορεί με τη ζαριά που θα ρίξει να φτιάξει τη δική του ιστορία, με δέσμευση τις φιγούρες- εικόνες που θα τύχουν .
Μπορεί να ρίξει 2-3 ή και τέσσερα ζάρια και ανάλογα θα δεσμευτεί να χρησιμοποιήσει 2-3 ή και τέσσερις φιγούρες- εικόνες.

( Το κουτάκι έχει 6 ζάρια με το καθένα να έχει σε κάθε έδρα του κύβου μία φιγούρα-εικόνα)- Κυκλοφορεί στο εμπόριο.
 
π.χ. Με μία ζαριά δύο ζαριών, έτυχαν : α) ένα ποτήρι με ρόφημα και καλαμάκι στο ένα ζάρι και β) δύο δακρύβρεχτα μάτια και ένα στόμα
ανθρώπινης ίσως φιγούρας, στο άλλο.

Ιστορία με βάση την παραπάνω ζαριά

Τίτλος: Δεν μας πάει η θλίψη, η μελαγχολία


Έεελα Σωτηρία, να χαρείς.
Σταμάτα να κλαις, μας στεναχωρείς.
Για ένα 7 στη Χημεία;
Αμάν πια, πάψε να χαλιέσαι, είναι βλακεία.
Εδώ μαζευτήκαμε για να υποδεχτούμε τον παππού και τη γιαγιά.
Έτσι που σε βλέπουμε δακρύβρεχτη
λυπόμαστε και 'μεις.
Ξέρεις. Η στεναχώρια είναι μεταδοτική
από αυτόν που την περνάει, στους κοντινούς του.
Σε αυτούς που τον αγαπάνε. Δηλαδή να. Τώρα σε 'μας.
" Γιάννη, βάλε το τραγούδι που χορεύετε παιδί μου.
Εσύ Σωτηρία για τα θεωρητικά δε νοιάζεσαι;
Για τη Χημεία τι σκας;"
Τα είπε όλα μαζεμένα η θεία Γεωργία
έκανε νόημα σε μένα για τη μουσική
και άφησε μόνη της τη Σωτηρία.
Στρογγυλοκάθησε δίπλα από τη γιαγιά.
Δυο-τρεις φορές την έκανε αγκαλιά
ανάμεσα από τα χαχαχού, τα χαχαχά.

Με αυτά και με αυτά
σκάει ένα γελάκι η αδερφή μου.
Εγώ βάζω το τραγούδι το γνωστό
όπως πάντα. Δυνατά.
Με κοιτάζει με μάτια κόκκινα η Σωτηρία
αλλά δάκρυα δεν τρέχουν πια.
Αρχίζω το χορό, όλο και την πλησιάζω
με τα καμώματά μου τα χορευτικά
θέλω να την ξεσηκώσω
να ξεχάσει τη Χημεία.
Επιτέλους!  Σηκώνεται. Γελάει η Σωτηρία.
Χορεύουμε μαζί.
Η γιαγιά και αυτή χτυπιέται, καθιστή.
"Ααα! σε βλέπω γυμνασμένη μαμά!" της λέει η θεία Γεωργία.
"Να 'ναι καλά η φυσιοθεραπεύτρια στο ΚΑΠΗ" απαντάει η γιαγιά.
Ο παππούς κουνάει το κεφάλι αλλά δε βγάζει μιλιά.
Την πέρασε στο ντούκου την κοροϊδία η γιαγιά. Πάλι καλά.
Φτάνει η μαμά από την κουζίνα με δύο δίσκους
πιτσάκια, καναπεδάκια και λοιπά.
"Γιάννη πρέπει να ξαναγράψεις την ορθογραφία
έκανες δύο λάθη σε μία σειρά" μου λέει.
"Εντάξει " της είπα." Μετά".
Ξαναέρχεται από την κουζίνα ένας δίσκος με χυμούς , ποτά
και μπύρα δίχως αλκοόλ για τη γιαγιά.
Οι μεγάλοι τσουγκρίζουν ποτήρια.
Η αδερφή μου ανακατεύει με το καλαμάκι τον χυμό της
και με την πρώτη γουλιά:
" Μμμμ! απίθανη η βυσινάδα" λέει στη μαμά.
Πάρτυ γίνεται στο σαλόνι μας.
Ξεχάστηκε η Χημεία, μαζί και η δική μου ορθογραφία.
Ευτυχώς! Δεν μας πάει η θλίψη, η μελαγχολία.
Έτσι κι αλλιώς τι την θέλει τη Χημεία η Σωτηρία;
Αφού θέλει να σπουδάσει Αρχαιολογία.