Ο γάιδαρος ο
Σίμος
Ο γάιδαρος ο Σίμος,
κάνει τον τραγουδιστή
μαααα…, όπως ξέρουμε όλοι
η φύση στους γαϊδάρους δεν έδωσε ωραία φωνή
υπομονή τους έδωσε και αυτιά πολύ μεγάλα
χαρίσματα μεταξύ τους ταιριαστά,
αν δούμε τα μεγάλα αφτιά, αποκλειστικά για τους ανθρώπους,
μεταφορικά.
Μα των γαϊδάρων τα αφτιά που ‘ναι πολύ μεγάλα
βλέποντας το πράγμα μόνο κυριολεκτικά
τους δίνουν χάρη ,ομορφιά, πιστεύω τους ταιριάζουν.
Αν για ν’ ακούν το πιο πολύ παρά για να μιλάνε
εδώ, το μεταφορικά και τους γαϊδάρους αφορά.
Κι αν κάποιοι σαν το Σίμο θέλουν να τραγουδάνε
αρχίζουν τα προβλήματα
όλοι όσοι είναι γύρω τους, αρχίζουν νααα... « κλωτσάνε».
Τα γεγονότα άρχισαν αυτό το Καλοκαίρι
που ο Σίμος κάτω απ’ τη μουριά
τ’απομεσήμερα συχνά
γκαρίζει αλλά με ρυθμό.
Σέρνει απ’ τα γκαρ το αααα πολύ.
Τις χαμηλές συχνότητες μπορεί να μην τις πιάνει
στις δυνατές; Περίφημος
ο πιο σπουδαίος βαρύτονος
πιστεύω δεν τον φτάνει.
Στις γκάρες του κάποιες φορές
σαν το παρατραβάει
και τα τζιτζίκια σταματούν.
Ξαφνιάζονται; Φοβούνται;
ή έτσι θέλουν κι αντιδρούν
για να τον απολαύσουν;
Το έργο της φύσης δάσκαλος
το ζήσαμε, το ζούμε
η όπερα το μαρτυρά
περίτρανα νομίζω.
Η χορωδία δεν σταματά
μήπως να πάρει και σειρά
ο ένας, ο μοναδικός
που μεγαλεία φωνητικά
πρέπει να φανερώσει;
Πάντως όσοι το Σίμο ακούν, λένε πως τραγουδάει
μααα... το παρατραβάει.
Μήπως την ώρα ν' άλλαζε πριν πιάσει το τραγούδι;
Μήπως τον τόνο ν' άλλαζε; Κάτι σε αυτόν, χαλάει.
Τ’ αφεντικά του, οι γείτονες
κότες, γουρούνια, σκύλοι
όλοι τους, με τον τρόπο τους γέλασαν στην αρχή
για λίγο ασχολήθηκαν με τον τραγουδιστή.
Όμως η πλάκα τέλειωσε
όλοι ζώα και άνθρωποι
άρχισαν τα παράπονα.
Χαλάει ο Σίμος τη βολή τους. Την καλοπέρασή τους.
Είναι που το τραγούδι του άσχημα τους ξυπνάει
κι ο ύπνος έτσι αν κόβεται πίσω πια δεν γυρνάει.
Κλείνουν πορτοπαράθυρα
τ’ αφεντικά, οι γειτόνοι
κι όλα τα ζώα στην αυλή
όσο μπορούν πιο μακριά
αποτραβιούνται απ’ τη μουριά.
Ο Σίμος συνεχίζει. Ενοχλεί.
Το Καλοκαίρι η δύση αργεί
είναι τ’ απομεσήμερο μακρύ.
Αφού το ξέρει, έχει φωνή
που δεν είναι για πολύ
γιατί επιμένει άραγε; Γιατί;
Νάτο . Το πείσμα του γαϊδάρου
απ’ τη μεριά του την κακή
στην περίπτωση αυτή.
Χαρά μεγάλη ο Σίμος ζει ή λύπη τον βαραίνει
κι έγινε τόσο αδιάφορος για όλους τους άλλους γύρω;
Αυτό που έχει μέσα του, μεγάλο γίνεται ή μικρό
μπορεί με το τραγούδι.
Κυλάνε οι μέρες….
Σε όλα ο Σίμος μαχητής
δεν άλλαξε στη δούλεψη
σε προθυμία, υπομονή
όπως το λέει η φύση του
όπως το λέει η σεριά του.
Όμως τ’ απομεσήμερα πάλι τραγουδιστής
ξανά- μανά τα ίδια.
Οι άνθρωποι αναλογίζονται
λένε πως το τραγούδι του κάτι σπουδαίο έχει να πει
ξέσπασμα είναι μάλλον.
Κι αλλάζουνε οι άνθρωποι.
Τέρμα και τα παράπονα μετά την κοροϊδία.
Το νιώθουν καλακούγοντας κυλώντας ο
καιρός
πως το τραγούδι βγάζει
μια στεναχώρια, πόνο.
Έτσι ήταν από την αρχή, μ’ άργησαν να το δούνε.
Αμέσως τ’ αποφάσισαν, να ψάξουν την αιτία
Ειν’ άρρωστος; Κάπου πονά; Κτηνίατρος τον είδε;
Οι γείτονες επίμονοι. Ρωτούν.
Τ’ αφεντικά του Σίμου όπου μπορούν
τις απαντήσεις δίνουν
αλλά καμία απάντηση δεν είναι αρκετή.
«Χαίρει άκρας υγείας» ο κτηνίατρος είχε
πει
τον Απρίλιο που τον γάιδαρο είχε δει.
Όλοι γυρίζουν στο γιατί απ’ την αρχή….
‘Ωσπου … έρχεται ένα βράδυ
ένα μαντάτο που έφερε στο κτήμα ο δραγάτης.
-« Στο Δίλοφο ο μπαρμπα- Λιώλης έχασε τη γαϊδουρίτσα του
από τσίμπημα οχιάς»
- « Την Κίτσα; Πότε;» ρώτησαν μ’ ένα στόμα του Σίμου τα αφεντικά
-« Πάει κοντά ένας μήνας» είπε ο Δραγάτης .
Στιγμή δεν πέρασε .Τρεχάλα βγήκε απ’ την κουζίνα ο Θανάσης
πήγε στο στάβλο, στο Σίμο του
να τον χαϊδέψει, να του μιλήσει, να τον συμπονέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου