Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μια μέρα του Απρίλη ( διδακτική ενότητα - επικοινωνία- Τα κοινά που μας ενώνουν)

 

Μία μέρα του Απρίλη

Πέντε σκιουράκια
τέσσερις χελώνες
τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι
και ένα αλογάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
στο πράσινο λοφάκι.

Τυχαία θ’  ανταμώθηκαν εκεί από το πρωί.
Μάλλον πρώτη φορά είναι μαζί.
Ο καθένας  τους μονάχος ήταν στην αρχή
δεν κατάλαβα να είχαν κάποια επαφή.
 Καμία κίνηση  δεν είδα να έρθουν πιο κοντά
τίποτα δεν ακούγονταν.
Τα στόματά τους για πολλή ώρα ήταν κλειστά.
Κάτι θα έπιανε το αυτί μου
είμαι πολύ κοντά τους
και όχι τόσο βέβαια γιααα να χαλάσω
τη διασκέδαση ή κάποια άλλη δουλειά τους.


Παράξενη μου φάνηκε
αυτή η απόσταση που είχαν, η σιωπή 
μα σκέφτηκα γοργά.
Τεράστιο το δάσος.
Κάποιοι θα ήταν σκορπισμένοι σε αυτό
φίλοι, γνωστοί, οι φωλιές τους
σε τόπο θα ήταν διαφορετικό.
Καιαιαι… για τα ζώα της αυλής
είπα, δεν θα μιλιούνται τα αφεντικά τους
ή αν έχουν ένα, το ίδιο αφεντικό
συχνά- πυκνά θα λένε τα δικά τους
έτσι δεν είναι άμυνα, φόβος ,ντροπή η σιωπή τους
είναι που δεν ταιριάζει με τη βόλεψή τους.

Στο πράσινο λοφάκι όλους
τους τράβηξε η ανοιχτωσιά
τους τράβηξε το φρέσκο χορταράκι.
Το φως, τη ζέστα του ήλιου
εκεί δεν τα εμποδίζει
καμιά δέντρου σκιά.
Και τούτο εδώ το δέντρο
με το χοντρό κορμό
που πίσω στέκω  εγώ
είναι απομακρυσμένο
εύχομαι να μην έρθει 
κανένας κατά δω.

Ο ουρανός του Απρίλη
είναι αγκαλιά με γαλάζια φορεσιά.
Μακριά μόνο λίγες τουφίτσες
δείχνουν στολίδια, δαντελίτσες
τα συννεφάκια στη σειρά.

Ναι. Εδώ πάνω στο λοφάκι
όλοι γνωρίστηκαν έγιναν  παρέα
 μοιράζονται , χαίρονται τα ωραία.
Ναι. Έσπασαν τη σιωπή.
Με την ξεχωριστή φωνή του
στη γλώσσα ο καθένας τη δική του
ό,τι και να πει
οι άλλοι τον καταλαβαίνουν,  επειδή
η φύση γύρω τους η μαγική
κάνει τον μεταφραστή.
Αυτή τις γλώσσες ,τις ξεχωριστές φωνές
μπορεί και τις ταιριάζει
στη γλώσσα τη δική της
την πιο εύκολη, την χρωματιστή κι ευωδιαστή
που όλοι την καλοδέχονται
όταν τους την μοιράζει.

Η μέρα προχωράει
τα ζώα στο πράσινο λοφάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
σιμώνουν, ξεμακραίνουν
τις ώρες πώς κυλάνε
αφού καλοπερνάνε
δεν τις καταλαβαίνουν .
Όμως, να ‘τος ο ήλιος
τώρα κατηφορίζει
τους λέει και τούτη η μέρα
πίσω πια δε γυρίζει.
Δροσάτο αεράκι έρχεται από το βουνό
μια μυρωδιά ξεχύνεται από χώμα νωπό.
‘Κείνα τα συννεφάκια που ήταν πριν μακριά
γκρίζα σύννεφα έγιναν, έρχονται βιαστικά.
Έρχεται καταιγίδα.
Πέντε σκιουράκια, τέσσερις χελώνες, τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι και ένα αλογάκι
φεύγουν από το  λοφάκι.
Μια  ομπρέλα γκρι επάνω του κι ο ήλιος ο χλωμός
του άλλαξαν το πράσινο. Του έκλεψαν το φως.

Διαλύθηκε η παρέα
μαααα… μέσα του ο καθένας
το ένιωσε, το ξέρει
στο πράσινο λοφάκι
που πέρασαν τόσο ωραία
δεν θα βρεθούν ξανά τυχαία.

{ Σε επιχειρούμενη  εικονογράφηση- αποτύπωση της ιστορίας και ελεύθερα από παιδιά σκέφτηκα τον αφηγητή- παρατηρητή σαν ένα ζωγράφο με το καβαλέτο του, καλυμμένο προστατευμένο( για να μην είναι ορατός) πίσω από δέντρο κάπου πλάι στο λοφάκι.}



Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

 Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

Στη μικρή μας πόλη, τη Μεθώνη
δίπλα από το σπίτι του Αντώνη
είναι το καινούργιο νηπιαγωγείο.
Έχει ολόγυρα μεγάλες αυλές
και τα χρώματα που το 'χουν βάψει
φωτίζουν και τις μέρες του χειμώνα τις σκοτεινές.

Όλοι στη Μεθώνη καμαρώνουν το νηπιαγωγείο
και ο Αντώνης απ' όλους πιο πολύ
επειδή κάθε μέρα που περνάει
ξεχνάει, δε λογαριάζει  ότι γερνάει
που ακούει και βλέπει τα παιδιά
τον κάνει πολύ πίσω να γυρίζει
στα χρόνια που δεν θα 'ρθουνε γι αυτόν ξανά.

Η αλήθεια είναι, όταν κλείνουν τα σχολεία
κάνει και ο Αντώνης διακοπές
από τα τρεχαλητά και τις φωνές.
Ξέρει πως του χρειάζονται, τις χαίρεται
και μέρες ήσυχες, διαφορετικές.

Οι διακοπές για το Πάσχα πλησιάζουν.
Στον κήπο του Αντώνη που ένα σύρμα τον χωρίζει
από του νηπιαγωγείου την αυλή
κάτι όμορφο, κάτι παράξενο συμβαίνει
που ο Αντώνης το ανακάλυψε πριν δύο χρόνια
και περιμένει με αγωνία να το ξαναδεί.
Αυτό, γίνεται πάντα λίγο πριν το Πάσχα
και με κανέναν δεν το έχει μοιραστει
γιατί... να... φοβάται πως στο καφενείο, στη γειτονιά
θα πούνε σάλεψε ο Αντώνης από τη μοναξιά.
Έτσι, το κρατάει, είναι το μυστικό του και νιώθει μια χαρά.

Να 'τος. Κάθεται κάτω από τη λεμονιά.
Βλέπει τα κουνέλια του.
Βλέπει στην αυλή του νηπιαγωγείου τα παιδιά.
Τα κουνέλια του στο σύρμα μουσουδίζουν
είναι όλα μαζεμένα εκεί
ταράζεται το σύρμα από τις νυχιές τους
σκαρφαλώνουν μια σταλιά, πέφτουν, σκαρφαλώνουν  ξανά.
Με τις τροφές που αγαπάνε
ο Αντώνης προσπαθεί
ν' αποτραβήξει τα κουνέλια του από 'κει.
Δεν φεύγουν. Όπως τις άλλες φορές δεν έφυγαν.
Κάποια σκάβουν το χώμα
να περάσουν κάτω από το σύρμα.
Δεν τα καταφέρνουν, πάνε πιο πέρα
παραπονιάρικες κραυγούλες βγάζουν
χαμηλά στο φράχτη συνέχεια θέση αλλάζουν.
Ο Αντώνης σηκώνεται. 
Θέλει να τ' αφήσει.
Θέλει να παίξουν με τα παιδιά.
Ναι. Το αποφάσισε.
Θα πάει στο νηπιαγωγείο. Στη δασκάλα.
Να την παρακαλέσει.
Μπορεί για μια φορά
ν' αφήσει τα παιδιά- κουνελάκια της
να παίξουν με τα ζωάκια του
με τα κουνελάκια του.|
Το αποφάσισε. 
Για τα ζωάκια του αξίζει να σπάσει το μυστικό του
αφού με τη δασκάλα θα το μοιραστεί
θα της πει:
" Αυτές τις λίγες μέρες πριν το Πάσχα
που παίζουν με στολές -κουνέλια τα παιδιά στην αυλή
τα κουνελάκια μου μαζεύονται όλα στο φράχτη
είναι ανήσυχα, παραπονιούνται
προσπαθούν όσο κρατάει το παιχνίδι
να μπουν στη δική σας αυλή.
Λέω να τα φέρω αύριο για παιχνίδι
είμαι σίγουρος ότι όλοι :παιδιά, κουνέλια, εμείς
μισή ωρίτσα- όχι παραπάνω-
θα διασκεδάσουμε πολύ".