Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014


ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ  ΡΙΓΚΥ ΚΑΙ ΖΙΓΚΥ

...ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΥΛΑ
[ Κοιμηθήκανε βαριά
όλη  τη μέρα ως αργά
Ρίγκυ και Ζίγκυ δίπλα-δίπλα
βαθιά μέσα στη φωλιά
που ήταν πολύ σκοτεινά
και ο Πουκ απλώθηκε σιμά
στο άνοιγμα…, για να μπορεί,
να κανονίσει ποια θα είναι
η ώρα που θα σηκωθεί.
Όταν ξυπνήσαν τελικά
ήταν γεμάτοι από χαρά
ο ήλιος είχε πια κρυφτεί
και το φεγγάρι είχε βγει.
Έτσι….
ξεκίνησαν σιγά- σιγά
και πολύ προσεχτικά
γιατί… εκεί μέσα στο δασάκι
τριγυρνούσαν αλεπούδες
με… τεντωμένες τις μουσούδες.
Φίδια, σκύλοι και νυφίτσες
έψαχναν κι αυτοί φαί.
Ο σκαντζόχοιρος για όλους
είναι εκλεκτή τροφή.]
ΠΟΥΚ: Πόσο όμορφη βραδιά!
Αυτό το μισό φεγγάρι
και τα συννεφάκια πλάι
τι ωραία μας συντροφεύουν
τα μονοπάτια σημαδεύουν.
ΡΙΓΚΥ: Σουουτ!... κάτι άκουσα μπαμπά
είναι άνθρωποι κοντά
και… μιλούν πολύ σιγά.
Τι γυρεύουν εδώ πάνω
τέτοια ώρα;… γιααα να δω
θα πλησιάσω όσο μπορώ.
ΠΟΥΚ: Φυλάξου Ρίγκυ, όποιος και να ‘ναι
εμείς από αλλού ας πάμε
γύρνα μην πας προς τα εκεί
υπάρχει κι άλλη διαδρομή.
ΡΙΓΥ: Μην ανησυχείς μπαμπά
έχω τα μάτια μου ανοιχτά.
Προσέχω. Φεύγω, πάω να δω
και … θα γυρίσω να σας πω
περιμένετέ με εδώ.
[ Πλησίασε γρήγορα ο Ρίγκυ
κατά ‘κει που ακουγόταν
των ανθρώπων οι φωνές
και είδε μπροστά να περπατάνε
ένας άντρας και μια γυναίκα
που ήταν όμορφοι και νέοι.
Κρατιόντουσαν χέρι με χέρι,
κοιτιόντουσαν καμιά φορά
γυρίζοντας αντικρυστά
και… μίλαγαν πολύ σιγά.
Κάπου- κάπου σταματούσαν
αγκαλιαζόντουσαν σφιχτά
και… φιλιόντουσαν μετά.
Τους ακολούθησε ο Ρίγκυ
για λίγο όμως, όχι πολύ.
Από φόβο μη χαθεί,
γύρισε πάλι προς τα πίσω
τους δικούς του για να βρει.]
ΠΟΥΚ: Επιτέλους γύρισες.
Ξέρεις με ανησύχησες
συμβαίνει κάτι σοβαρό;
Κατάλαβες γιατί  ‘ναι ανθρώποι
τέτοια ώρα στο βουνό;
ΡΙΓΚΥ: Δεν ξέρω τι ‘ναι σοβαρό
μα… κατάλαβα ο λόγος
που είναι τώρα στο βουνό
είναι…πως θέλουν να ‘ναι μόνοι
για… κάτι ωραίο που τους ενώνει.
Μου φάνηκαν ευτυχισμένοι
και πολύ αγαπημένοι.
Ήταν πιασμένοι χέρι- χέρι
και… εκεί που περπατούσαν
εντελώς στα ξαφνικά
αγκαλιάστηκαν σφιχτά
φιλήθηκαν στόμα με στόμα
και… μετά, ξανά αγκαλιά.
ΠΟΥΚ: Αααα!!! Είναι κάποιοι ερωτευμένοι.
Η σημερινή βραδιά
αν και έχει λίγη δροσιά
τους τράβηξε εδώ ψηλά.
Θα ‘χουμε και συντροφιά
στη λιμνούλα βρε παιδιά.
ΖΙΓΚΥ: Δεν κινδυνεύουμε μπαμπά;
ΠΟΥΚ: Λοιπόν…, ακούστε με κι οι δυο.
Που λέτε οι… ερωτευμένοι
μας αγαπούν πάρα πολύ.
Δεν άκουσα σκαντζόχοιρο
να ‘χει γι αυτούς κακό να πει.
Όσες φορές μας συναντάνε
χαίρονται πάρα πολύ.
Προβληματίζονται πού θα ‘βρουν
να μας δώσουνε φαί.
Κρίμα……
Αν ήταν όλοι οι άνθρωποι
πάντοτε ερωτευμένοι
θα ήμασταν αγαπημένοι
άνθρωποι και σκαντζοχέροι.
Και….
εμείς θα είχαμε τροφή
και ζέστη εξασφαλισμένη.
Ξέρετε τι μας περιμένει
σαν θα βγει το Καλοκαίρι.
ΡΙΓΚΥ: Νομίζω οι ερωτευμένοι
είναι πολύ ευτυχισμένοι.
Γιατί δεν είναι οι άνθρωποι
πάντοτε ερωτευμένοι;
ΠΟΥΚ: Τώρα… σε αυτό που με ρωτάς
δε γίνεται να απαντήσω.
Πρέπει το χρόνο να αφήσω
να κάνει τη δουλειά αυτή.
Ξέρεις κάποιες απαντήσεις
είναι πολύ ξεχωριστές
για όλους διαφορετικές
και… τις βρίσκουνε μονάχοι
όσοι ψάχνουνε γι αυτές
σιγά- σιγά, καθώς κυλάνε
οι δικές τους οι ζωές.
ΡΙΓΚΥ: Δηλαδή όπως μεγαλώνω
απαντήσεις θα γυρεύω
απορίες όταν έχω
από μένα μοναχά;
ΠΟΥΚ: Άκου…..
με… τα αισθηματικά
απαντήσεις θα σου δίνει
η δική σου η καρδιά.
Με όλα τ’ άλλα φυσικά
απαντήσεις σε απορίες
θα σου δίνουνε πολλοί
άνθρωποι και σκαντζοχέροι
φίλοι…, γιατί όχι; Και εχθροί.
Κάτι έχουν να πουν κι αυτοί.
Ως και του Φθινόπωρου τ αγέρι
θυμάσαι πώς κρυώνει ξαφνικά;
Τότε δεν είναι που απαντά
όταν απορείς…. γιατί
το Καλοκαίρι είναι μακρύ;
Όλα δίνουν απαντήσεις.
Αρκεί να ‘χεις ερωτήσεις.
ΖΙΓΚΥ: Πάμε πιο γρήγορα μπαμπά;
Μου γουργουρίζει η κοιλιά.
Πείτε τα αυτά μετά
όταν θα πάμε στη φωλιά.
ΠΟΥΚ: Φτάσαμε. Νάτην η λίμνη.
Τι ωραία που ασημίζει!!!
Πω πω!...ακούστε τα κοά
τα βατραχάκια είναι πολλά.
Να ‘τοι κι ερωτευμένοι.
Γιααα .. πλησιάστε πιο κοντά
και πολύ-πολύ σιγά.
Εδώ! Ένα βατραχάκι
κοιτάξτε με προσεχτικά
χραπ, τα τσάκωσα παιδιά.
Μμμμ!!! Ωραία νοστιμιά.
ΡΙΓΥ- ΖΙΓΚΥ: Μμμμ!!μμμ!!!πεινάγαμε μπαμπά
αυτά είναι φαγητά!
ΡΙΓΚΥ: Κι άλλο είναι εδώ κοντά.
Να ‘ το. Το ‘πιασα ελάτε
και απ’ το δικό μου φάτε.
Έλα Ζίγκυ μην κρατιέσαι
μη φοβάσαι, ας κουνιέται
ΖΙΓΚΥ: Μμμμ!!!... πιο νόστιμο είναι αυτό
πολύ ωραίο φαγητό.
ΠΟΥΚ: Άξιζε που ήρθαμε μακριά.
Όλα είναι μαγικά.
Κοιτάξτε, νυχτολούλουδα.
ΡΙΓΚΥ: Κοίτα μπαμπά οι ερωτευμένοι
πάλι είναι αγκαλιασμένοι
Και… ο νεαρός όταν μιλάει
η κοπέλα όλο γελάει.
Πάω λίγο πιο κοντά
Έφαγα, δεν πεινάω πια.
ΖΙΓΚΥ: Θέλω κι εγώ να πάω κοντά.
ΠΟΥΚ: Κάθησε εσύ εδώ
ξέχασες; Είναι βουνό.
Ο Ρίγκυ μόνος του μπορεί
καλύτερα να φυλαχτεί.
Άλλωστε γρήγορα θα’ ρθει
έχουμε και επιστροφή.
Κοίτα Ζίγκυ εκεί πέρα
προς της λίμνης τη μεριά
πόσο είναι φωτεινά!
Το φεγγάρι από ψηλά
σκορπίστηκε μες τα νερά
και τα έβαψε ασημιά.
Δυο μάτια κίτρινα χρυσά
μεγάλα, πολύ αυστηρά
ψάχνουν κάτι για φαί.
Βλέπεις πάνω στο κλαδί
εκεί… στο δέντρο το γυμνό
που ‘ναι μισό μες το νερό;
ΖΙΓΚΥ: Τέτοιο άσχημο πουλί
μπαμπά δεν έχω ξαναδεί.
ΠΟΥΚ: Αυτή είναι κουκουβάγια.
Τρώει και σκαντζοχοιράκια.
Καλά που είσαι εδώ κοντά μου
είσαι μικρός για το βουνό
πώς να σ’ αφήσω μοναχό
ή με το Ρίγκυ συνοδό;
ΖΙΓΚΥ: Μη με φοβίζεις βρε μπαμπά
εντάξει…, τα ‘παμε αυτά.
Που ‘ναι ο Ρίγκυ; Δεν θα έρθει;
Μου φαίνεται πολύ αργεί.
[ Λίγο πιο πέρα ο Ρίγκυ
άκουγε κι έβλεπε πολλά…]
ΝΕΑΡΟΣ: Ένας μήνας και μισός
είναι μέχρι του Αη-Λιος.
Μου φαίνεται καιρός πολύς
ως τη μέρα που θα ‘ρθεις.
ΚΟΠΕΛΑ: Άκουσα θα ‘ρθουμε ξανά
ο μπαμπάς έχει δουλειά
να κάνει μ’ ένα ξυλουργό,
χάλασε το πάτωμα στο καθιστικό.
Έκλεισαν ημερομηνία
για τον Ιούλιο στις 8.
ΝΕΑΡΟΣ: Ωραία… μάτια μου γλυκά
θα έρθουμε εδώ ξανά;
ΚΟΠΕΛΑ: Ναι, μου αρέσει η λιμνούλα.
Τόση ησυχία και ομορφιά
δε θα τη βρούμε πουθενά.
Αργότερα στου Αη-Λια
που θα ‘χουμε το πανηγύρι
θ’ ανέβουνε εδώ ψηλά
πολλοί από τους προσκυνητές
εμείς, εκείνη την ημέρα
δεν πάμε πέρα στις σπηλιές;
ΝΕΑΡΟΣ: Ναιαι… καλά το σκέφτηκες καρδιάμου
εκεί θα πάμε ομορφιά μου.
ΚΟΠΕΛΑ: Τι λες; Γυρνάμε στο χωριό;
Θα με ψάχνουνε θαρρώ.
[ Ο Ρίγκυ πέρναγε καλά
μάθαινε πράγματα πολλά
και… η καρδιά του αλλιώτικα
άρχισε να χτυπά
αλλά… εντελώς στα ξαφνικά
θυμήθηκε πως έπρεπε
πίσω να γυρίσει
γιατί οι άλλοι σίγουρα
θα ‘χαν ανησυχήσει.]
ΡΙΓΚΥ: Συγγνώμη, άργησα μπαμπά
ξεχάστηκα πραγματικά.
ΖΙΓΚΥ: Είδες που είναι η κουκουβάγια;
ΡΙΓΚΥ: Στη μεριά που ήμουν εγώ
γυρόφερνε μια νυφίτσα
κουκουβάγια όμως δεν είδα.
ΠΟΥΚ: Επιστρέφουμε παιδιά;
Προσοχή, μάτια ανοιχτά
και απαλή περπατησιά
μέχρι να πάμε στη φωλιά.
[ Γύριζαν ευχαριστημένοι
ήτανε όμως κουρασμένοι
πηγαίνανε αργά- αργά
και… όταν μπήκαν στη φωλιά
η νύχτα ήταν προχωρημένη
στην ησυχία παραδομένη.]

ΕΝΟΤΗΤΑ  ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΦΡΟΥΤΑ
Η αρχόντισσα της μπανάνας είμαι ‘γω
Ξέρω ότι στο κεφάλι μου φορώ
το πιο όμορφο καπέλο
που είναι γλυκό και θρεπτικό.
Πρέπει να κατηφορίσω
σ’ ένα ωραίο ίσκιο να καθίσω
την πραμάτεια μου να ακουμπήσω.
Και σήμερα πιστεύω τις μπανάνες μου
                            όλες θα τις πουλήσω.
Θα γεμίσει πάλι κόσμο η αγορά
θα ‘ρθουνε να ψωνίσουν και από τα χωριά
μελίσσια οι ανθρώποι
που έχουν πάντοτε κάποια δουλειά
και…
χρειάζονται ενέργεια πολύ.
Μια μπανάνα,  όλοι το ξέρουν
είναι δυναμωτική
γλυκιά απόλαυση, πολύ υγιεινή.
Όσο για μένα;
Μάθετέ το και αυτό:
Πολύ μου αρέσει μπανάνες να πουλώ!

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Καλοκαιρινή νύχτα στον κήπο

Νάτο ψηλά πάνω στο κάστρο
έκανε βουτιά  εν’ άστρο!
- Δεν το είδα Πολυξένη
αφού είμαι απασχολημένη
πού καιρός να δω ψηλά
μπήκα σε κακό μπελά
τρίψε- τρίψε τραχανά
μου φωνάζει κι η Νανά
πως θέλει κι άλλο ανανά…
Δεν αντέχω βρε παιδιά
τέρμα, βγάζω την ποδιά.
Ααααχ…  ωραία η αιώρα
αυτή μου χρειαζόταν τώρα.
Φέρτε μου ένα μαξιλάρι
το μικρό, από το παζάρι
εγώ, εδώ θα κοιμηθώ
με την αυγή θα σηκωθώ.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014


Πολύ ωραία η ομπρέλα που έβαλες Τασία.
δε βλέπω πια την υγρασία
εκείνη η γκρίζα του τοίχου πληγή
μ' 'εδιωχνε απ το μπαλκόνι στη στιγμή.
Τώρα με την ομπρέλα νιώθω αλλιώς
πορτοκαλί αντηλιά, ζεστό φως
με 10 ευρώ πόσα αλλάζουν...
ευτυχώς! 
Μη με φωνάζεις αν δε γίνει ο κολιός.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Καλοκαιράκι, Καλοκαιράκι
με χταποδάκι στο ταβερνάκι
όλοι είμαστε πιο χαλαροί
το «διάβασε», το «άργησες», έχουνε ξεχαστεί
γυρίζουμε όλη μέρα εδώ κι εκεί.
Άλλη σειρά για τις βουτιές μέρα τη μέρα
φασαριόζες οι σανίδες στην εξέδρα
ευτυχώς,  λίγο πιο πέρα η αμμουδιά
είμαστε άτακτα παιδιά
δε μας θέλουν οι μεγάλοι κοντά.
Μακριά στ’ ακρωτήρι  αχνοφαίνεται ο φάρος
μέσα στη βάρκα σπαρταράει ένας σπάρος
δεν κάνει για την αγορά, είναι μικρός
τον… γυροφέρνει ένας γλάρος γκριζωπός
αυτός ορίστηκε  να είναι ο τυχερός.
Κάθε απόγευμα καρπούζι στην αυλή
η γιαγιά με τη μυγοσκοτώστρα σε… επιφυλακή
πάντα ζητάει κι άλλη βανίλια η μικρή μου αδερφή
ο πατέρας φτιάχνει το παραγάδι
κι εγώ… κανονίζω με ποιόν θα πάω στο λιμάνι.
Κάποιες φορές ξαπλώνουμε
βράδυ στην αμμουδιά
κοιτάζουμε τ’ αστέρια
δε λέμε και πολλά.
Καθένας κρυφός κυνηγός
με όπλο μια έτοιμη ευχή
για όποιο αστέρι με βουτιά τοξωτή
στον ουρανό επιθυμεί
άλλο τόπο να κατοικεί.