Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

Ο χιονοπόλεμος

                                                 Ο χιονοπόλεμος

Όσοι χιόνια λαχταράνε
για χιονοπόλεμο κινάνε
με ρούχα αλαφριά
μπότες, γάντια,σκουφιά
και θάρρητα περίσσεια.
Το πού θα καταλήξει
ποτέ κανείς δεν ξέρει
κάθε πατημασιά.

Εφτά- οχτώ γερόντοι
γύρω απ΄τη σόμπα μαζεμένοι
στο καφενείο του Αρτέμη
πίνουν, σπάνια μιλάνε
μεζέ, πιοτί, δεν του ζητάνε
μόνος του,ο Αρτέμης ξέρει
στον καθένα τι θα φέρει.

Έξω, τ' άσπρο του πάπλωμα
φουσκώνει ο χιονιάς
φάνηκαν σχολιαρόπαιδα
στο πλάτωμα της εκκλησιάς 
χρώματα αυλακώνουν
με βία το λευκό
κι οι γερόντοι
μέσα απ' τα τζάμια
μια -δυο φορές κοιτάξαν
τα χόρτασαν τα χιόνια αυτοί
στις θύμησες αράξαν.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Τα φωτάκια ( Χριστουγεννιάτικο)

                   Τα φωτάκια

Δε λέω, ωραία και πολλά
του δέντρου τα στολίδια
μπάλες, αγγελουδάκια
μολυβένια στρατιωτάκια
τάρανδοι, αγιοβασίληδες
ασημένια κορδελάκια
χρυσοκόκκινα πουγκάκια
αλλά...
αν δεν ήταν τα φωτάκια
δεν θα λάμπανε όλ' αυτά.

Στολίσαμε και χάλασα
λίγο το πρόγραμμά μου
κάνω τη σκανταλιά μου.
Στα ψέματα κοιμάμαι.
Περιμένω με αγωνία
οι άλλοι να κοιμηθούν
και... ευτυχώς που δεν αργούν.

Στις μύτες μου πατάω
με προσοχή πολλή
και όχι από τη μεριά
που τρίζει η σανίδα.
Δεν πάω από 'κει.
Μέσα στα σκοτεινά
κάθομαι. Στη μπερζέρα.
Μόνο απ' αυτή τη θέση
βλέπω το δέντρο ολόκληρο
πώς λάμπει και πώς χάνεται
από τ' αναβοσβήματα
κι η νύχτα στο σαλόνι μας
γίνεται μαγική.


                                                     

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ 2023

 

Μια ιστορία θα σας πω
         από τον παλιό καιρό



Που ακούω τις κληματόβεργες
πώς τρίζουν στη φωτιά
που πίνω εδώ μαζί τους
κρασί από τ’ αμπέλι μας
στυφό κι όσο το θέλω εγώ γλυκό
μ’ ευγνωμοσύνη λέω γεια
ανάμνηση θα ΄σαι  γλυκιά
χρόνε παλιέ που φεύγεις.

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά!
Ωραία που μαζευτήκαμε
όλοι μαζί ξανά
το σπίτι είναι φωλιά.

Μεγάλοι και παιδιά σε διακοπές.
Τι κι αν είναι λίγες μέρες;
Μες του Χειμώνα την καρδιά
αυτές οι λίγες μέρες είναι μαγικές.


Τα κόκκινα όλα της φωτιάς
όλα τα πράσινα απ’ του κυπάρισσου
ως τ’ ασημένια της ελιάς
στα στολίδια, στις κουβέρτες, στα χαλιά
στα γάντια των παιδιών και στα σκουφιά
στα σερβίτσια του τσαγιού, του φαγητού
        κι ο αλεξανδριανός
        όπως μας έχει συνηθίσει
        γρήγορα παρατάει τα πράσινα
        στα κατακόκκινα θα καταλήξει.


Ήρθε εδώ που κάθομαι. Σιγά- σιγά.
Μια ζάλη με κυρίεψε
το ξέρω πως δεν είναι μονάχα απ’ το κρασί.
Χα! χα! …τα μικρά μου εγγονάκια
δε σταμάτησαν στιγμή.
Γιααα… να ησυχάσουμε όλοι
αυτά και ‘γω μαζί
θα τους πω μια ιστορία
η νύχτα ετούτη λέω, το ζητάει
στα χρόνια που ‘μουνα παιδί, ας με πάει.
Θα φωνάξω.
Γιααα… ελάτε
γιααα καθήστε στο χαλί
μια ιστορία θα σας πω
από τον παλιό καιρό.

Όταν ήμουνα μικρός
και πήγαινα Δημοτικό
ζούσα με τον πατέρα μου, τη μάνα
και τις αδερφές μου στο χωριό.
Ο πατέρας έκοβε ξύλα στο βουνό
αυτή ‘ταν η δουλειά του.
Τα φόρτωνε το Σάββατο στο φορτηγό
που έρχονταν από την πόλη.
Τον πλήρωνε ο οδηγός
και ήμασταν ευχαριστημένοι όλοι.
Στο χωριό όμως, είχαμε και ζωντανά.
Λίγα κατσίκια, κότες και μια αγελάδα
που ο πατέρας την έλεγε Ελλάδα.
Αυτό ήταν τ’ όνομά της.
Της το ‘χε δώσει αυτός.
Γιατί ‘ταν σαν την πατρίδα μας
έλεγε ο πατέρας
η Ελλάδα η αγελάδα.
Μικροκαμωμένη και όμορφη πολύ
θαρραλέα και σκληρή.
Κουνάβια κι αλεπούδες
τα πουλερικά μας
τα ‘βλεπαν μονάχα από μακριά.
Μουγκάνιζε η Ελλάδα, ειδοποιούσε.
Ο σκύλος; Υπναράς. Δεν έπαιρνε χαμπάρι
τι παραμόνευε έξω από την αυλή.

Εκεί, στο χωριό που ζούσαμε
είχαμε και γειτόνους αλλά λίγους.
Τα σπίτια τους κι οι κήποι
δεν ήταν κολλητά με μας
έτσι όπως είναι ‘δω στην πόλη
αλλά βρισκόμαστε. Κάναμε παρέα.
Μικροί, μεγάλοι, περνούσαμε καλά.
Κάποιοι όμως από τους γειτόνους μας
όχι πως ήτανε εχθροί
να… φανέρωναν μια ζήλεια, ένα άχτι
που ‘χαμε την Ελλάδα.
Ως και το γάλα της αλλιώτικο το έβρισκαν
κι έτσι στ’ αλήθεια ήταν.
Μυρωδάτο κι’ αλαφρύ.
Τα θυμάμαι. Όλα τα θυμάμαι.
Τρεις φορές έφυγε νύχτα ο πατέρας στα βουνά για να τη βρει.
Την είχαν κλέψει από διπλανά χωριά
με βοήθεια από γειτόνους μας.
Ναι. Ναι. Τους  κλέφτες και τους βοηθούς τους
τους βλέπουν μάτια, τους ακούν αφτιά.
Μια θεία της μάνας, η Γαρυφαλιά
που είχε σπίτι στον ακραίο, έξω από το χωριό
είχε τον τρόπο της. Ήταν λαγωνικό.
Ειδοποιούσε, χτύπαγε ό,τι ώρα και να ήταν
άμα έβλεπε, άμα άκουγε κάτι ύποπτο
κάτι που έδειχνε θα φέρει το κακό.

Την τελευταία, την τέταρτη φορά
που χάθηκε η Ελλάδα
ήταν σαν τώρα.
Ανάμεσα Χριστούγεννα με Πρωτοχρονιά.
Το κρύο έτσουζε, τα χιόνια είχαν κατέβει χαμηλά.
Μάζεψε προτού πέσει η νύχτα
ο πατέρας τα ζωντανά
έδεσε την Ελλάδα
έφερε ξύλα να ‘χουμε για τη φωτιά.
« Παραμονή Πρωτοχρονιά ‘ναι  σήμερα» είπε η μάνα
« να βάλω στο τσουκάλι τραχανά με καβουρμά
ετούτη η νύχτα θέλει νοστιμιά
θα ζεσταθούν τα μέσα μας, θα μαλακώσει κι η καρδιά.
Χορτάτοι ν’ αποχαιρετήσουμε την παλιά
να την καλοδεχτούμε την καινούργια τη χρονιά»
Έσπασε η μάνα κάρβουνα με τη μασιά
στέριωσε το τσουκάλι, έβαλε παραπέρα τον καβουρμά
κι είπε στην αδερφή μου
που ήταν μεγάλη κι’ ήξερε:
«Άστα τα μικρά Λενιώ
φέρε τα χρειαζούμενα
για το θυμιατό»
Ό,τι της είπε η μάνα, το ‘κανε η Λενιώ στο λεπτό
κι αμέσως ξανά με μας στο παιχνίδι
αυτή ΄ταν η μεγάλη.
Όλο αυτή έκανε τον αρχηγό.

Τώρα, τώρα που σας μιλώ μου έρχονται
μμμμ!!...μμμμμ!!!...
Σα να ‘χει η θύμηση και μυρωδιά
τι χαρά στέλνει στην κοιλιά και στο μυαλό
το χοιρινό που καίει το λίπος του!
Το λιβάνι πώς μοσχοβολάει!
Ο πατέρας στο τραπέζι, πίνει κρασί, καπνίζει
περιμένει το φαγητό.
Η μάνα λέει ξανά: « Άντε Λενιώ
στρώσε το τραπεζομάντηλο το γιορτινό
έτοιμο το φα…
γκαπγκαπγκαπ
δεν πρόλαβε ν ‘αποσώσει την κουβέντα
γκαπγκαπγκαπγκαπ
χτυπήματα στην πόρτα δυνατά.
« Λάμπρο, Λάμπρο, Φωτούλα»
Φώναζαν τον πατέρα και τη μάνα.
«Η θεια Γαρυφαλιά» είπε η μάνα τρομαγμένη.
Άνοιξε.
Μπήκε η θεια.
Φώναζε, κούναγε τα χέρια να βιαστούν.
«Λάμπρο κλέψαν την Ελλάδα
πάνε κατά το ποτάμι
πόνου άκουσα μουγκανητά απανωτά
το ζώο όσο κρατάει το φως της αστραπής τόειδα
« Ποιος ήταν; Πάμε» ,είπε  ο πατέρας, « να πάρω τ’ όπλο θεια».
«Λενιώ, Λενιώ φέρε το παλτό»  είπε η μάνα
«σταθείτε, έρχομαι και ‘γω
να πάρω το θυμιατό. Το θυμιατό.»
Έφυγαν κι οι τρεις. Μες τη νύχτα, τη βροχή.
Ο φόβος ο πραγματικός
έκοψε το παιχνίδι μας
μείναμε να κοιταζόμαστε.
Περιμέναμε από τη Λενιώ
κάτι να κάνει, κάτι να πει
αλλά κι αυτή τρομαγμένη. Βουβή.

Τι μεγάλη ήταν εκείνη η νύχτα!
Περιμέναμε να ‘ρθουν με την Ελλάδα μας
με την αγελάδα μας μαζί.
Κανένας δε νύσταξε να πάει να κοιμηθεί
ήταν και τ’ όπλο που ‘χε πάρει ο πατέρας
ανησυχούσαμε κακό μεγάλο μη μας βρει.
Περιμέναμε… περιμέναμε…μετά
μας έβαλε η Λενιώ να φάμε
τραχανά με καβουρμά.
Όχι στο τραπέζι. Καθίσαμε κοντά στη φωτιά.
Μονάχο του ένα κούτσουρο έκαιγε.
Απάνω στη στάχτη ξαπλωμένο
σφύριζε σιγανά.
Εκεί μας πήρε ο ύπνος.
Ξυπνήσαμε από μουγκανητά.
Μέσα στο δωμάτιο ήταν όλοι.
Ο πατέρας, η Ελλάδα, η μάνα, η θεια Γαρυφαλιά.
Γέμισ’ ο τόπος νερά. Νερά και μουγκανητά.
Πονούσε η Ελλάδα μας, είχε γρατσουνιές στη ράχη, στην κοιλιά
σα να ‘χαν γίνει από τα σύρματα τ’ αγκαθωτά.
Τα πίσω πόδια της τα ‘χε τυλιγμένα με πανιά
ήταν ματωμένα. Ήταν της μάνας η ποδιά.
«Λενιώ, μικρά μου» είπε η μάνα και μας τράβηξε κοντά της
οι καλικαντζαρέοι , οι καλικαντζαρέοι
της ζηλέψαν οι κακομούτσουνοι την ομορφιά.
Αυτοί την πήραν, αυτοί τη μάτωσαν
με τα βρωμιάρικά τους νύχια τα γαμψά.
Τους είδαμε. Ε Λάμπρο; Ε θεια;»
Κούνησαν το κεφάλι ο πατέρας και η θεια Γαρυφαλιά.
Βγάζει το θυμιατό η μάνα απ’ το παλτό.
Το κρατάει ψηλά, το κρατάει σφιχτά.
Αυτό! Αυτό μας έσωσε! Το λιβάνι τους ξαπόστειλε παιδιά.
Πάνω της χοροπήδαγαν, την τραβολογούσαν πέρα-δώθε οι παλαβοί.
Δεν φοβήθηκα. Πλησίασα πολύ.
Άντεξαν τα καρβουνάκια. Ήμαστε τυχεροί.
Σίγουρα ένιωσαν τη μυρωδιά.
Ούρλιαξαν, χαχάνισαν, ξαναούρλιαξαν
πάει. Εξαφανίστηκαν.
Ελλάδα μου, εγώ θα σε φροντίσω
Πρωτοχρονιά εδώ. Μαζί μας και ‘συ»

Πήρε ο πατέρας λίγα ξύλα λιανά
ζωντάνεψε αμέσως η φωτιά
κι είπε: « Φωτούλα. Θεια Γαρυφαλιά
άντε ν’ αλλάξουμε, να φάμε τραχανά με καβουρμά.
Να την καλοδεχτούμε.
Ήρθε η καινούργια η χρονιά
είμαστε όλοι καλά!»



( Το κείμενο είναι ένας μονόλογος. Μια αφήγηση από τον παππού.
Στο Χριστουγεννιάτικο σκηνικό δίπλα στο τζάκι, θα καλέσει τα εγγονάκια και θα αφηγηθεί την ιστορία του.)