Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Η αλεπού και ο ξυλοκόπος



                                            θεατρικό   Δρώμενο

                                
             Η  αλεπού και ο ξυλοκόπος
( Ο ξυλοκόπος κόβει ξύλα κι έρχεται λαχανιασμένη η αλεπού)

ΑΛΕΠΟΥ: Γείτονά μου βοήθησέ με
άκουσες τις τουφεκιές
πώς σφυρίζουν στον αέρα.
Είναι κοντά οι κυνηγοί
κι εγώ τρέμω η καψερή.
Εδώ τα δέντρα ειν’ αραιά
θάμνους δε βλέπω πουθενά.
Δεν έχω κάπου να κρυφτώ
ααααχ…. Πώς το’ παθα αυτό;

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Και ‘γω πώς να σε βοηθήσω;
τρέχα από ‘κει, προς το χωριό.

ΑΛΕΠΟΥ: Τι λες; Ο ήλιος έχει βγει
θα με κάνουν τσακωτή
είναι όλοι ξυπνητοί
δεν θα μ’ αφήσουν ζωντανή.
Κάποιοι ευκαιρία ψάχνουν
να με κάνουνε χαλί
κι άλλοι γύρω απ’ το λαιμό τους
θέλουνε γουναρικό
φίνο να ‘ναι και ζεστό.

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Κάτω στις νεροτριβές
ξέχασες; Έχει δύο σπηλιές
τράβα προς τη ρεματιά.

ΑΛΕΠΟΥ:Μπαααα δεν πάω στα χαμηλά.

Τ' ακούς; Έχουν και σκυλιά
κι εγώ το βλέπεις; κοίτα εδώ

το 'να μου πόδι είναι λειψό
δεν θ' αντέξω, πίστεψέ με 

τέτοιο άγριο κυνηγητό.

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Πήγαινε ‘κει. Μες την καλύβα.
Μόνο πρόσεξε καλά
έχω μέσα δύο πουλιά
και τα θέλω ζωντανά.
Μακριά από τα κλουβιά.

ΑΛΕΠΟΥ: Ααααα!  Καλέ μου ξυλοκόπε
έχε μου εμπιστοσύνη
δεν θα πειράξω τα πουλιά
κρυψώνα θέλω, μοναχά.
( φεύγει και κρύβεται στην αποθήκη που έχει κενά ανάμεσα στα ξύλα απ’ όπου και θα βλέπει)

Μουσική
ΚΥΝΗΓΟΣ 1: Καλημέρα ξυλοκόπε
μήπως είδες μια αλεπού;

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Εγώ, δεν είδα τίποτα ( δυνατά)
τετράποδα εδώ γύρω.
Σκουλήκια θες; Μόνο απ' αυτά.
Τα άλλα ζώα και τα πουλιά
φοβούνται από το κοπτικό.( θα το δείξει)
Σίγουρα πήγαν στο βουνό.
( με το ένα χέρι θα δείξει επίμονα την καλύβα, με το άλλο θα δείξει το βουνό)

ΚΥΝΗΓΟΣ 2: Δε μπορεί να μην την είδες.
Πρέπει από  ‘δω να πέρασε.
Τη βλέπαμε από μακριά
να ανεβαίνει στην πλαγιά
από τούτη τη μεριά.

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Έχω τόση πολλή δουλειά
δε σήκωσα κεφάλι
εγώ, δεν είδα τίποτα (δυνατά) (θα δείξει πάλι προς την καλύβα)
μη με καθυστερείτε
άμα ανεβείτε το βουνό ( θα δείξει το βουνό με το άλλο χέρι)
μάλλον θα τη βρείτε.

ΚΥΝΗΓΟΣ 3: Μάλλον; Πρέπει να τη βρούμε.
Καιαιαι…  θα την περιποιηθούμε.
Μας ρήμαξε τρία κοτέτσια.
Δεν έχουμε πουλερικά.
Ξεμείναμε κι από αυγά
τι θα πουλήσουμε στην αγορά;

ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Εγώ, δεν είδα αλεπού.( Θα δείξει προς την καλύβα)
Μακάρι να μπορούσα  να σας βοηθήσω
και στο βουνό με τ’ όπλο μου (θα δείξει με το άλλο χέρι το βουνό)
να σας ακολουθήσω.

ΚΥΝΗΓΟΙ μεταξύ τους: Πάει, τη χάσαμε. Ατυχία.

ΚΥΝΗΓΟΣ 1: Εγώ θα πάω κατά το βουνό.

ΚΥΝΗΓΟΣ 2: Εγώ θα γυρίσω στο χωριό.

ΚΥΝΗΓΟΣ 3: Στάσου, έρχομαι μαζί σου.
Άντε γεια, κι άμα τη δεις  ( στον ξυλοκόπο)
κοίτα μη τη λυπηθείς.
(έφυγαν και βγήκε η αλεπού από την καλύβα)
ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ: Εεεε… πού πας;
Δίχως να πεις ευχαριστώ;
Αχάριστη και βιαστική.
Γιααα… να πάω στην καλύβα
τα πουλιά είναι εκεί;
( μπαίνει και βγαίνει αμέσως)

ΑΛΕΠΟΥ: Το είδες. Δεν τα πείραξα.
Εσύ όμως με πρόδωσες.
Άλλα έλεγε το στόμα σου
άλλα έδειχνε το σώμα σου.
Με το ‘να χέρι στην καλύβα
με το άλλο κατά το βουνό
θα σε πήραν για λωλό.
Δεν σε κατάλαβαν  οι κυνηγοί.
Ήμουν πολύ τυχερή.
Την καλύβα σου την έκανες για μένα φυλακή
και έτρεμα κάθε φορά που έδειχνες προς τα 'κει.
Πώς μου ζητάς να σου πω ευχαριστώ;
Λυπάμαι. Λυπάμαι. Κράτησε μόνο αυτό.
( και έφυγε λυπημένη)


Ο μύθος ταιριάζει σε κείνους που τα λόγια τους είναι γλυκά,
γεμάτα καλοσύνη, που δείχνουν ότι νοιάζονται για τους άλλους, αλλά,
αυτά που κάνουν , είναι βλαβερά και κακά.


              






Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Ο κηπουρός

                                         
             

                                   Ο Κηπουρός

Την περασμένη Κυριακή
στην Άγια Θέκλα στη Χαλκιδική
έγινε γαμπρός ο κύριος Φανερός
και ήταν η δεύτερη φορά
που επιβάλλονταν γι αυτόν να ανεβούμε
κατακαλόκαιρο τόσα σκαλιά.

Τριανταδύο χρόνια ήταν μοναχός του ο κύριος  Φανερός
τόσα ήταν που δούλευε σε μας, σαν κηπουρός.
Πώς πέρασε ο καιρός;
Λιγόλογος, αθόρυβος, τακτικός
στο δωματιάκι του ζούσε σα μοναχός.
Μέσα στον κόσμο μοναχός.
-Τη στάση αυτή απέναντι στη ζωή
δυσκολεύτηκα να τη περιβάλλω με σιωπή
δίχως αναλύσεις και γιατί.-

Μικρή όταν πήγα πρώτη φορά
στο σπιτάκι του κήπου να τον ειδοποιήσω
για κάτι που τον ήθελε η μαμά,
ξαφνιάστηκα. Μπήκα και βγήκα με τη μία.
Φοβήθηκα. Ήταν σκοτεινά
και είχε λίγα πράματα παλιά.
Τέτοιο σπίτι δεν είχα δει άλλη φορά.

Μεγάλωσα....
σαν τα δέντρα του κήπου μας και 'γω
εκείνα με τη φροντίδα του ήλιου
του νερού, της γης, του Φανερού
και 'γω
με τη φροντίδα τόσων ανθρώπων γύρω μου
και του καιρού που μεγαλώνει τους μικρούς
σιγά- σιγά...
με λόγια, φαγητά, ποτά
μουσικές, σιωπές, φόβους, θυμούς
λύπες, χαρές, δισταγμούς, παρορμητισμούς
μέσα και έξω από κήπους...
Μεγάλωσα...

Στους γάμους χαίρονται
στους γάμους δε λυπούνται.
Γιατί έβαλα τα κλάματα;
Έπρεπε να χαρώ. Να ευχηθώ.
Εικόνες...
από τότε που κρυβόμουν
κι έκλαιγα και φοβόμουν
που όλοι οι μεγάλοι μαυροφορεμένοι
ακολουθούσαν τη νεκρή
με στοίχειωσαν.
Γρήγορα σφάλισα τ' αφτιά στα μοιρολόγια
κι' απόστρεψα τα μάτια της μνήμης
που είδαν το νέο άντρα
να τον βαστάζουν δύο για ν΄ανεβεί.
Τον έδιωξα από μπροστά μου, εκείνον τον Φανερό.

Μπήκαμε στην εκκλησία
την περασμένη Κυριακή.
Γαμπρός και νύφη εκεί
με άσπρα μαλλιά
αγκαζέ.
Στημένοι απέναντι από το ιερό.
Πουκάμισο άσπρο, μαύρο παντελόνι αυτός
κι αυτή γαλάζιο φόρεμα μακρύ.
Καλεσμένοι λιγοστοί.
Παπάς στ' άσπρα άμφια
πετραχείλι γαλαζοχρυσό
άρθρωση καθαρή.
Μέσα δροσιά
έξω ηττημένη η κάψα του μεσημεριού.
Ήλιος φιλτραρισμένος
απ' τα χρωματιστά τζαμάκια
θαμπό ουράνιο τόξο σκορπισμένο
φώτιζε την τελετή.

Σε σπαστά ελληνικά
άκουσα δίπλα μου μία κυρία:
" Θα φύγουν αμέσως για τον Καναδά
η Μισέλ σε μία εβδομάδα πιάνει δουλειά".

" Να ζήσετε"
"Να ευτυχήσετε"
είπε πριν από μένα η μαμά
με έκδηλες χαρές, με φιλιά.
Είπα "να ζήσετε" σχεδόν ψιθυριστά.
Ευτυχώς τους αγκάλιασα.
Ένιωσα καλά.