Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

ο κουραμπιές

 Ένα μαρτυριάρικο γλυκό

Πέρασαν τα Χριστούγεννα
και με ρωτάει μια μέρα 
με ύφος η μαμά
πριν από την Πρωτοχρονιά:
" Αθανασία τρως κρυφά;
πού πήγαν τόσοι κουραμπιέδες;
ο θείος Γιάννης έφαγε δύο
και τα παιδιά του άλλους τρεις.
7-8-9 ήταν τα κεράσματα
στα παιδιά που είπαν τα κάλαντα;
Η αδερφή σου και ο μπαμπάς
τρώνε μελομακάρονα."
-" Τι λες μαμά;" της είπα
" γιατί να φάω κρυφά;
κι αν έχω φάει και δεν με είδες
αυτό λέγεται κρυφά;"
- " Να" μου λέει, " στην πιατέλα
έμειναν καμιά δεκαριά
και...αφού δεν έφαγα εγώ
εσύ μένεις Αθανασία...
όχι παιδί μου, ας έφαγες
δεν έκανες κάτι κακό.
Ναααα, μόνο επειδή δεν σε είδα να τρως
απορώ... ,απορώ".
- "Μαμά" της είπα
εγώ με τη ζάχαρη την άχνη
καλά δεν τα πάω
λερώνομαι, κολλάω.
Μήπως δεν υπολόγισες σωστά;
Μήπως πήρε στο μαγαζί κουραμπιέδες ο μπαμπάς;
Αυτό το κάνει στο κρεοπωλείο του
ο μπαμπάς της Αθηνάς
για τους πελάτες του , κέρασμα.
Μπορεί να το σκέφτηκε και ο μπαμπάς.Να το έκανε και ο μπαμπάς."
Την προβλημάτισα τη μαμά.
Κάνω να φύγω
μεεεε αέρα, αφού πέτυχα
βγήκα νικήτρια από την κατηγορία
καιαιαι να ΄σου και η γιαγιά.
-" Τι συμβαίνει; γιατί υπάρχει ένταση;" ρώτησε
- "Τίποτα, τίποτα" είπαμε και οι δυο.
Ήρθαμε και οι τρεις πολύ κοντά.
Κοιταχτήκαμε και συμφωνήσαμε εγώ με τη μαμά
χωρίς να πούμε λέξη
μη στεναχωρήσουμε τη γιαγιά.
Τα ρούχα της στα πλαϊνά, όχι μπροστά
σύννεφα απλωμένα πάνω στο μαύρο.
Τίναζε τη ζάχαρη να φύγει 
η καημένη η γιαγιά
κι η ζάχαρη η προδότρα, η μαρτυριάρα
πάλι φανερώνονταν, διαφορετικά.

Έχει ζάχαρο η γιαγιά Αθανασία.
Ανησύχησε η μαμά μου.
"Αθανασία" μου είπε, όταν έφυγε η γιαγιά
" θα βάλω τους κουραμπιέδες σε ένα κουτί
να τους πας στο μαγαζί του μπαμπά."


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ( ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ)

 

Η      ΚΟΚΚΙΝΟΣΟΥΠΑ       (Θεατρικό για το Δημοτικό)

{ Σκηνικό- Υλικά: Μεγάλα κλαριά με χιόνι εσωτερικό βαμβάκι από πάπλωμα- μαξιλάρια . Κάτω και γύρω φελιζόλ σε κομμάτια μεγάλα και πάνω πάλι  βαμβάκι αραιά σκορπισμένο.

Μεγάλη λεκάνη βαθειά πλαστική τυλιγμένη με αλουμινόχαρτο για τη σούπα, 1 μεγάλη κουτάλα και 5 μικρές( αυτές ξύλα με κολλημένο χαρτόνι στο τέλος σε σχήμα κουταλιού) }

Πρόσωπα:1. Μπάκαλος: Μεγάλος κούνελος---- ο μάγειρας.
                    2. Μικρός κούνελος ( Λιχούδης)
                    3.Τζίτζι ( νανάκι)
                    4. Μπου (νανάκι)   {Τα 3 νανάκια με κόκκινα
                    5. Τιτή ( νανάκι)          σκουφιά και μποτάκια}
                    6. Φιλιώ ( η αλεπού)
                    7. Ρούντολφ  (ο τάρανδος)
                    8. Ο Αη-Βασίλης.

1η σκηνή: Ο Μπάκαλος ανακατεύει τη σούπα με μεγάλη κουτάλα. Φωνάζει τα νανάκια

Μπάκαλος: Τζίτζι, Μπου, Τιτή
Φέρτε μήλα, φέρτε σμέουρα, φέρτε κόκκινες πιπεριές
πολλές, πολλές, πολλές.
( ήρθαν)
Μπάκαλος: Το χρώμα βοηθοί μου είναι πολύ σημαντικό.

Μπου: Βιάζεσαι  μάγειρά μας
και έχουμε ξεποδαριαστεί.
Χτες κινδυνέψαμε πολύ.
Εκεί που πήγαμε για πιπεριές
ντουφέκια μας περίμεναν
που έβγαζαν φωτιές.

Μπάκαλος: Πήγατε και στο χωριό;

Τζίτζι: Αφού ήθελες και καυτερές.
Αυτές είναι στους κήπους, στις αυλές.
Σε γλάστρες οι πιο πολλές.

Μπάκαλος: Ααααα μην ξαναπάτε εκεί.
Μόνο στις αποθήκες . Έξω από το χωριό.
Φέρτε μόνο από τις αποξηραμένες , τις γλυκές
αλλά φέρτε πολλές, πολλές.
Θααα στείλω τη Φιλιώ για λίγες καυτερές.

Τιτή: Σωστά  μαγειρά μας.
Το χωριό όπως αυτή, δεν το ξέρουμε εμείς.
Αφουού και το ζυμαρικό, το πήρε όλο με τη μία.
Ξέρει πού κρύβουν, πού αποθηκεύουν το καθετί.
Είναι θαρραλέα, γρήγορη, εργατική.

Μπάκαλος: Μααα είναι πολλοί οι λόγοι   ( η αλεπού ήρθε.
 που έστειλα για το ζυμαρικό αυτή.           Φαίνεται κρυμμένη
Ξέρει πότε, πού να κρυφτεί                         κουνάει ουρά, γελάει)
ξεγελάει σκύλους και ανθρώπους
έχει ιδέες, βρίσκει τρόπους.
Άντε τώρα, δρόμο εσείς
για να βοηθήσετε και στο ανακάτεμα μετά.   ( φεύγουν)
( φωνάζει ο Μπάκαλος τον Λιχούδη)
Μπάκαλος: Λιχούδη, Λιχούδη, μα γιατί αργεί;
Το πιπέρι πρέπει να μπει.         ( μπαίνει ο Λιχούδης με βαζάκι
                                                         τρέχοντας και πάει στο καζάνι)                            
Λιχούδης: Ναα αα ρίξω ;

Μπάκαλος: Να ρίξεις. Παντού, έλα και από εδώ.
              ( Κινείται γύρω από το καζάνι ο Λιχούδης τινάζει
                το βαζάκι και φταρνίζεται από τη σκόνη)
Λιχούδης : (Αφού τελείωσε)
                    Να ανακατέψω και εγώ;

Μπάκαλος: Βέβαια. Πάρε μία κουτάλα, να ξεκουραστώ λίγο και εγώ. Τααα καρότα; Σου είπα  να φέρεις και λίγα ακόμα
 ααααχ Λιχούδη, ενώ είσαι καλοφαγάς και πολυφαγάς
 για την προετοιμασία του φαγητού το βλέπω. Σα να τεμπελιάζεις. Καθυστερείς, ξεχνάς.

Λιχούδης: Νααα τα φέρω λίγο πιο μετά;

Μπάκαλος: Όχι. Τώρα τρέξε φέρτα.
Πρέπει  για να μαλακώσουν να βράσουν ώρες.
Και την κανέλα. Μην ξεχάσεις την κανέλα.

Λιχούδης: Θα ανακατέψω όμως πάλι μετά;

Μπάκαλος: Ελεύθερα! Η κουτάλα σου θα σε περιμένει.
 ( έφυγε ο Λυχούδης τρέχοντας)
(Μπαίνουν Τζίτζη, Μπου, Τιτή: με καλαθάκια γεμάτα)

   Τζίτζι: ( έρχεται στο καζάνι)
               Σμέουρα μάγειρά μου. Να τα ρίξω εγώ;
               Θέλω και ν’ ανακατέψω. Μου επιτρέπεις; Μπορώ;   
 
Μπάκαλος: Σου επιτρέπω Τζίτζι
Πάρε μία κουτάλα από εκεί.   ( παίρνει και πάει αρχίζει
                                                          να ανακατεύει)
όσο πιο πολλοί βάζετε το χεράκι σας
αυτή είναι η αγάπη σας.
έτσι η κοκκινόσουπα θα γίνει εκπληκτική
νόστιμη και κυρίως αποτελεσματική.
Σήμερα εδώ η μαγειρική ακολουθεί ειδική συνταγή
είναι του Αη –Βασίλη επιθυμία αλλά και εντολή

( Τζίτζι,Μπου,Τιτή: Ωωωω! Ωωω! Ωωω! Ωω! Εντολή!! Εντολή!)
(συνεχίζει ο Μπάκαλος)

Μπάκαλος: Έλα Τιτή, μην περιμένεις
βλέπω έχεις φέρει πολλές πιπεριές. ( καλό είναι να έχει μεγάλο
                                                    καλάθι και να πέφτουν πολλές)
Άδειασε το καλάθι σου στη σούπα  ( Αφού τις έριξε..)

Τιτή: Να ανακατέψω και εγώ;

Μπάκαλος: Πάρε μια κουτάλα και έλα.
Ακούστε με… Είμαστε όλοι βοηθοί του Αη- Βασίλη.
Μου το είπε. Δεν είναι μόνο τα υλικά.
Χρειάζεται και η δική μας συνεργασία
 που Θα δώσει στην κοκκινόσουπα αξία.

( πιο πέρα η Μπου αρχίζει να πετάει  μήλα στο καζάνι από το καλάθι της. Γελάει: χιχχιχ!! Χι! Χι! Χι!  Κάθε φορά που μπαίνει μήλο στη σούπα. Φωνάζει:

Μπου: Μλουμ! Μηλοβουτιά! Χι! Χι! Μηλοβουτιά!  Ένα μήλο θα βρει στο κεφάλι τον Μπάκαλο που θα γελάσει , θα το μαζέψει από κάτω και θα το ρίξει στη σούπα. Όλοι γελούν. Χι! Χι! Χι!  Χα! χα! χα!)

Μπάκαλος: Έλα Μπουου. Φτάνουν τα αστεία.
Φέρε τα μήλα. Ρίξτα στη σούπα.

Μπου: ( Τα ρίχνει και ρωτάει: )
            Να ανακατέψω τώρα μάγειρά μου;

Μπάκαλος: Να ανακατέψεις Μπου.
              ( παίρνει κουτάλα και ανακατεύει μαζί με τους άλλους)
             ( Ο Μπάκαλος φωνάζει)
Λιχούδη!  Λιχούδηηηη τα καρότα, η κανέλαααα

Λιχούδης: Έφτασααα ( ήρθε τρέχοντας με καλάθι  γεμάτο καρότα και ένα βαζάκι στο άλλο χέρι με την κανέλα)
 
Μπάκαλος: Πού ήσουν τόση ώρα;

Λιχούδης: Έψαχνα την κανέλα.

Ρίξε τα καρότα και την κανέλα σιγά- σιγά. Φέρε ένα γύρο το καζάνι.
( ρίχνει τα καρότα και μετά τινάζοντας την κανέλα  φταρνίζεται και τραντάζεται. Όλοι γελούν. Φταρνίζονται και η Μπου και η Τιτή  και ο Τζίζι που ανακατεύουν ήδη)
( ανακατεύουν όλοι και παίζει μουσική)

Μπάκαλος: Βλέπω μαλάκωσαν για τα καλά, όλα τα υλικά.
Είναι ώρα για το  ζυμαρικό.
( φωνάζουν όλοι μαζί: Φιλιώ, Φιλιώ, Φιλιώ )

Φιλιώ:  Εδώ είμαι. (Πλησιάζει,  σκύβει και βλέπει τη σούπα)  Γιααα να δω είναι κόκκινη; Ωωωω!  Σας καμαρώνω! Είστε σπουδαίοι. Ο Αη- Βασίλης θα ενθουσιαστεί.

Μπάκαλος: Να βοηθήσω. Άσε με να ρίξω το ζυμαρικό.
(παίρνει το τσουβαλάκι που είναι φορτωμένη η Φιλιώ)
Ωωωω! Πώς το σήκωσες όλο αυτό; (ρίχνει το ζυμαρικό ο Μπάκαλος)
Αχαααα! Αστράκι! Αστράκι! Αστράκι ζυμαρικό!
Το πιο κατάλληλο για αυτό το ταξίδι ανάμεσα στ’ αστέρια.
Μετά από την αστεράτη κοκκινόσουπα
τη σούπερ δυναμωτική
ο Αη- Βασίλης περιμένει να γίνει η μεγάλη αλλαγή!

 Φιλιώ, Μπου, Τζίτζι, Τιτή, Λιχούδης: Αλλαγή; Αλλαγή; Τι αλλαγή; Τι αλλαγή;
( είσοδος Αη- Βασίλη)

Αη- Βασίλης: Εγώ,εγώ θα σας πω.
Αυτή τη νύχτα σχεδιάζω το πιο φωτεινό απ’ όλα τα ταξίδια που έχω κάνει.      ( κοιτάζονται μεταξύ τους. Μπου: Τι εννοεί;)
Σε λίγο εδώ, θα φάμε όλοι από την κοκκινόσουπα αυτή
Βοηθοί μου! Περιμένω, ανυπομονώ…
( είσοδος Ρούντολφ)
Ωωωω! Καλώς τον.
 Πάνω στην ώρα ήρθες.
Βοηθοί μου, περιμένω όλοι οι τάρανδοί μου
μπορεί, ίσως,   … και γω και σεις ν’ αλλάξουμε.

 Τιτή: (Προς το κοινό) :Τι να γίνουμε;

( συνεχίζει ο Αη- Βασίλης να εξηγεί):Νααα γίνουν ολωνών οι                     μύτες σαν του Ρούντολφ
κατακόκκινες, φωτεινές!

Μπάκαλος: Παππούλη τι λες;

Τζίτζι, Μπου, Φιλιώ! : Τι λες παππούλη; ‘Αμα φάμε κοκκινόσουπα Θα γίνουν οι μύτες μας κόκκινες; Και θα φωτίζουν το βράδυ;

Αη- Βασίλης: Ναιαιαι  .. το έχω σκεφτεί.
Εδώ και καιρό μου παιδεύει το μυαλό. Αναρωτιόμουν γιατί μόνο  ο Ρούντολφ έχει κόκκινη μύτη ποουου είναι και φωτεινή;

Όλοι μαζί: Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Αη- Βασίλης: Θυμήθηκα, θυμήθηκα φίλοι μου καλοί
                        πολύτιμοί μου βοηθοί.

Όλοι μαζί: Τι; Τι; Τι; Τι;

Αη- Βασίλης: Ο Ρούντολφ από μικρός, έτρωγε πολλές, πάρα πολλές κόκκινες πιπεριές.

Ρούντολφ: Ναι! Αλήθεια είναι παππούλη. Όπως τα λες.
   χα! χα! χα!  και συνεχίζω!
 Τρώω κάθε μέρα ,δύο κόκκινες πιπεριές, δύο μήλα και μία καραμέλα κανέλα.

Όλοι μαζί: Ωωω! Ωωω! Ωωω! 

Φιλιώ: Πώς δεν το πρόσεξα αυτό;  Καταπληκτικό!
Πάντως εγώ δεν θέλω να φαίνομαι , να φωτίζω.
Τη νύχτα η μύτη η φωτεινή απαγορεύεται για όποιον θέλει να κρυφτεί.
Όμως θα την τιμήσω, θα δοκιμάσω από την κοκκινόσουπα
δεεεν νομίζω με μία φορά και με τόσο λίγο
να κάνω στη μύτη μου ζημιά.

Μπάκαλος: Εντάξει. Δίκιο έχεις Φιλιώ.

Αη- Βασίλης: Και ΄γω συμφωνώ μαζί σου Φιλιώ.
Πάντως οι άλλοι θα φάμε όλοι.
Εγώ και οι τάρανδοί μου, αρκετή.
Ελπίζω σε ένα ταξίδι  πιο φωτεινό

Όλοι οι άλλοι: Τιτή:  Και μεις;  Μπου:  Αν κοκκινήσουν οι μύτες μας θα κινδυνεύουμε τη νύχτα πιο πολύ. Λιχούδης:  Σαν τη Φιλιώ. Φοβάμαι και ‘γω, ας πάω σπάνια στο χωριό.

Αη- Βασίλης: Κανένας κίνδυνος .Μακάρι να κοκκινήσουν οι μύτες μας.  Για αυτή τη βραδιά θα ‘ναι μόνο.
Αχ βοηθοί μου!Δεν θα τρώμε συνέχεια κοκκινόσουπα .
Δεεεν έχουμε κόλλημα με τις πιπεριές και τα μήλα και την κανέλα εμείς. 
 Ρούντολφ  δεν θα γίνουμε τρώγοντας κόκκινα μία φορά.
Απόψε μόνο. Αν πιάσει η συνταγή, πουου δεν το κρύβω, για να πιάσει έκανα προσευχή, εμείς θα φωτίζουμε το ταξίδι μας φορτωμένοι τα δώρα
κι εσείς στο δάσος το φωτεινό, το γιορτινό από σας
θα καλωσορίσετε τη    νέα χρονιά.
Τι λέτε;  Θα φάμε όλοι; αξίζει να ‘ναι φωτεινή αυτή η βραδιά;

Όλοι: Ναιαιαιαιαι!  Ναιαι! ναι ναι! Ναι!
 θα φάμε όλοι, θα φάμε όλοι πολλή
κοκκινόσουπα , θα ‘μαστε τυχεροί.
Αφού Άγιε Βασίλη έκανες προσευχή! Έκανες προσευχή!

Όλοι με μύτες φωτεινές  {από εδώ και κάτω τραγουδιστά-δις}
στη νέα  χρονιά θα πούμε καλωσόρισες!
όλοι με μύτες φωτεινές
στη νέα χρονιά θα πούμε καλωσόρισες!
        







 



 





ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024




Πριν τα Χριστούγεννα

Πού θα γιορτάσεις;
Έρχονται τα Χριστούγεννα!
Οργάνωσες ταξίδι στα χιόνια
ή σε εξωτικό προορισμό;
Θα είσαι με γάντια; Με σκουφιά ή με μαγιώ;

Σπίτια, σχολεία, δρόμοι, μέσα μεταφορικά
καταστήματα φυσικά ή ηλεκτρονικά
με φώτα, στολίδια, ντυμένα μελωδίες
ό,τι είναι γύρω, τη χαρά που περιμένεις
φρόντισες 
πολλοί να μοιραστείτε.
Λες, καλωσορίσματα είναι αυτά
για τη μεγάλη τη γιορτή.
Έχει γενέθλια ο Χριστός.
Αιώνες τώρα, διαρκώς
σαν άνθρωπος και σαν θεός
Χριστούγεννα ξαναγεννιέται.|
Κάπου όμως, μέσα σου βαθειά
ενώ είναι όλα λαμπερά
νιώθεις κάτι πως λείπει
πως τη μικραίνει τη χαρά
το κλίμα που έφτιαξες το γιορτινό
σκιά λύπης το βαραίνει.

Γυρίζεις πίσω, τότε, εκεί
στο καταφύγιο- σπήλαιο, στη βραδιά
που διάλεξε ο θεός να 'ρθει
στη γη με ανθρώπινη μορφή.

Στο τώρα πάλι έρχεσαι
ο Ηρώδης βλέπεις ειν' εδώ
με κάποιο άλλο πρόσωπο
σαν δυνατός ηγέτης
πολέμους καταστρώνει 
πολλές χιλιάδες οι νεκροί
φτώχεια και πείνα και διωγμοί
τα κατορθώματά του.

Μακριά από φώτα, στολισμούς και μουσικές
πλούσια τραπέζια, γέλια, δώρα και ευχές
αληθινές απ' την καρδιά αλλά και ψεύτικες
εκατομμύρια άνθρωποι
'ελα,  φωνάζουν στο Χριστό
έλα, να γεννηθείς ξανά
ειν η καρδιά μας η σπηλιά
εσένα περιμένει.











Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

( Κύκλος Ζωής) ο Τζίτζικας

Ο Τζίτζικας

Καιρό πολύ σε φρόντισε 
                        το χώμα
'ο,τι είχε να σου δώσει, στο 'δωσε
εισ'  έτοιμος για άλλα
ψάχνεις για τα περάσματα
το σώμα σου αναμετράς
δρόμους διαλέγεις βολικούς
στα μέτρα τα δικά σου
κι αυτοί δυσκολοδιάβατοι
μα δε γυρίζεις πίσω
αφού το έβαλες σκοπό
να βγεις στο φως, στο γαλανό
που ονειρευόσουν χρόνια.
Δε σταματάς, ας πας αργά
όλο ανηφορίζεις
κι όσο ανηφορίζεις
χώμα ζεστό, πιο αλαφρύ
γύρω σου, πάνωθέ σου
και με το σώμα απορείς
που μ' ευκολία, με σιγουριά
σα να τον ήξερε από πριν
το δρόμο που ανοίγεται
κάθε φορά μπροστά σου τον διαβαίνει.
" θα πλησιάζω" σκέφτεσαι
" περίσσεια ορμή και πεθυμιά
                        απ' την ψυχή
με σπρώχνουν.
Έφτασα. Βγήκα. Αλλάζω....
Ναι, είμ' εγώ. Τι απορώ; 
Που απέξω είμαι άλλος;
Με το καινούργιο σώμα μου
το φως , τη ζέστη θα χαρώ
του ήλιου τα χρυσάφια.

Πέτρες, κλαριά και φυλλωσιές
ξερόχορτα, φτέρες, ελιές
πολύχρωμα λουλούδια 
όλα με καλοδέχονται
κι εγώ όλο φτερουγίσματα
πήδους απ' το ένα στο άλλο
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

Το φως, η ζέστη, οι μυρωδιές
τ' αγέρι που χαϊδεύει
και το σκοτάδι τις νυχτιές
που το στολίζουν τ' άστρα
δώρα που μου χαρίζονται
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

     Μέρα και νύχτα τραγουδώ
     σχεδόν χωρίς σταματημό
     κάποιους ανθρώπους ενοχλώ
     με την επιμονή μου
     μααα.. αυτό μονάχα θα τους πω:
     - θα με δικαιολογήσετε αν το καλοσκεφτείτε-.
     Τα χρόνια που έζησα πολλά
     στα παγερά σκοτάδια
     κι ελάχιστος ο χρόνος μου
     ψηλά στο φως, στη ζέστη.
     Λέτε ειν το τραγούδι μου
     ήχοι μυριάδες μαχαιριές
     το χρόνο κομματιάζουν
     κι εγώ σας λέω, το έψαξα
     αυτόν τον τρόπο διάλεξα
     το χρόνο να μακρύνω.
Θα τραγουδώ, θα τραγουδώ
μες το τραγούδι, τη χαρά
το τέλος θε να μ' έβρει."

( Για παιδιά Ε ,ΣΤ τάξεων αλλά και Γυμνασίου)






Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

ΕΝΟΤΗΤΑ ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ - Η περιπέτεια της Κικής

                                         Η     ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ   ΤΗΣ  ΚΙΚΗΣ


Πού
πάνε έτσι βιαστικοί
αυτοί οι δύο ποντικοί;
Τα φώτα δεν τα λογαριάζουν; 
Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί.
Άνθρωποι, γάτες, γάτοι, είναι όλοι εχθροί.

Αααα... κατάλαβα ποιοι είναι.
Ο Θεράπων ο γιατρός με τον Σοφοκλή.
Σίγουρα κάποιος κινδυνεύει
η λεωφόρος θα βολεύει 
για να φτάσουν πιο νωρίς.

Κατά τους κάδους πάνε
κάτι θα έγινε εκεί
θαααα... τους ακολουθήσω από τα σκοτεινά
και ας φτάσω πιο αργά.

Μάααλιστα.., είχα δίκιο.
Να ο Θεράπων με τον Σοφοκλή.
Αναμερίζουν όλοι οι ποντικοί.
Βλέπω την ποντικούλα την Κική.
Ναι. Χρειάζεται βοήθεια, τρέμει.
Πιάνει ο Θεράπων την Κική, της κάνει εντριβούλες
κοιτάζει το λαιμό
και ένα εργαλείο ζήτησε από τον Σοφοκλή.
Το όνομά του δεν άκουσα
δεν πρόλαβα δηλαδή.
Φταίνε και αυτά τα ανήσυχα γουτς, γουτς, γουτς, γουτς
με τρέλαναν οι ποντικοί.
Πάντως, απ' του γιατρού το βαλιτσάκι
βγήκε το εργαλείο στη στιγμή.
Το πήρε ο Θεράπων και πολύ προσεκτικά
στης Κικής το λαιμό το βάζει
λίγο το στριφογυρνά
κάτι σαν ξυλάκι βγάζει
δεν ξεχωρίζω και καλά.
Ας πάω λίγο πιο κοντά.

Καλύτερα είμαι εδώ.
Τώρα που το σήκωσε ο Θεράπων ψηλά
κατάλαβα, κοκαλάκι είναι 
απόοο κοτόπουλο φυσικά.
Αυτό έκανε όλη τη ζημιά.
Όλη η ποντικοπαρέα έκανε ένα γουουουουτς 
ανατριχιαστικό, φοβερό.
Από τέτοιο κοκαλάκι τσιγκελωτό
την πάτησε ένα γατάκι
το Καλοκαίρι ήταν, στο παρκάκι.
Δεν κατάφερε το καημένο να βγάλει το κοκαλάκι.
Ήμουν εκεί. Το είδα με τα μάτια μου και γω.

Τώρα βλέπω ξανά εντριβούλες
στο σώμα μόνο, όχι στο λαιμό
και ο γιατρός ζητάει 
κάποιο φάρμακο από τον Σοφοκλή.
Από τα εικοσιτρία μπουκαλάκια
πολλά έχουν μέσα σιροπάκια
και λίγα θεραπευτικά λαδάκια.
Παίρνει ο Σοφοκλής αυτό που πρέπει 
και το δίνει στο γιατρό.
Πώς γυαλίζουν στο σκοτάδι! 
Τις βλέπω. Σταγονίτσες πέφτουν
στης ποντικούλας το λαιμό.
Αυτές την πληγή θα κλείσουν
και τον πόνο θα τον σβήσουν
όχι όμως με τη μία.
Έτσι είπε ο γιατρός.
Για δέκα μέρες η Κική θα κάνει θεραπεία.
- " Ααααχ γιατρέμου τι τραβάω
με του παιδιού τη λαιμαργία" 
είπε σιγά η κυρία Ευλαμπία...
Της απάντησε αμέσως ο Θεράπων
και μάλιστα ακόμα πιο σιγά:
" Δεν είναι  κατάλληλη η στιγμή
για παράπονα , για παρατηρήσεις
θααα... τα πούμε άλλη φορά κυρία Ευλαμπία
φοβήθηκε, στεναχωρήθηκε η Κική
είμαι σίγουρος από εδώ και πέρα
θα είναι πολύ προσεκτική"

Ευτυχώς πλησίασα τόσο κοντά .
Πώς θα τα άκουγα όλα αυτά, έτσι που μιλούν σιγά;
Μετά από τα λόγια του γιατρού
ησύχασε η κυρία Ευλαμπία.
Δεν βλέπω το πρόσωπό της αλλά
βλέπω το τρίχωμά της, την ουρά
άλλαξαν κινήσεις, μαλάκωσαν
αφού τα λόγια του γιατρού
μαλάκωσαν το μυαλό της, την καρδιά της.
Ο Θεράπων έκανε σπουδαία δουλειά και με τη μαμά.

Η Κική έμαθα ότι κινδύνεψε
πάλι πριν λίγο καιρό
επειδή κατάπιε βιαστικά
ένα κομμάτι σαλαμάκι
και..δεν ήταν και σκληρό.

Ο Σοφοκλής χαϊδεύει την Κική.
" ξαδερφούλα μου" της λέει
"μας τρόμαξες πολύ".
" Το ξέρω" είπε η Κική.
" Ευτυχώς  ήσουν εδώ μαζί μας όταν έγινε
και έτρεξες βολίδα να φέρεις το γιατρό.
Σ' ευχαριστώ".

Την καλύτερη θέση βρήκα.
Βλέπω, ακούω τα πάντα
αλλά τέλος. Έως εδώ. Όλα καλά.
θα πάω χαρούμενος να κοιμηθώ
όμως ... όμως πρώτα να σας πω...να ...σας πω
να... αυτό, για εμένα να πω
που σας τα λέω όλα αυτά
με ενδιαφέρον, με χαρά.
Εγώ φίλοι μου ,όχι, δεν είμαι ποντικός
ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος, ούτε κατσαρίδα
είμαι ο σκαντζόχοιρος ο Σίμος.
Μένω σε μία αυλίτσα
με φροντίζουν δύο παιδιά
και από το παλιό ελαιοτριβείο μας χωρίζει
η μεγάλη αποθήκη με τα σιδερικά.
 Βράδυ μόνο, ξεμυτίζω από την αυλή
έτσι για να δω, να ακούσω
κάτι καινούργιο, διαφορετικό.

Υπάρχει και συνέχεια όμως στην ιστορία με την Κική
και πρέπει να σας την πω:

Θα πέρασαν είκοσι, εικοσιπέντε μέρες
-αποκλείεται πιο πολλές-
από τη βραδυά εκείνη
που η ποντικοπαρέα
λίγο έλλειψε να χάσει
από ένα κοκαλάκι την Κική.
Στο παλιό ελαιοτριβέίο, στο σπίτι των ποντικών,  έγιναν αλλαγές.
Για την υγεία oλονών απαραίτηττες.
Ό,τι κουβαλούν για φαγηρό οι μεγάλοι 
τσιπς, τυριά, παστά, σαλαμάκια
περισσεύματα  από φαγητά
σκληρά και μαλακά
όλοι, μικροί- μεγάλοι
πάνω -κάτω, πάνω- κάτω
κρίτσι- κρίτσι, κράτσα- κρούτσα
κρίτσι- κρίτσι, κράτσα- κρούτσα
συνέχεια τα δοντάκια
μασούν, μασούν, μασούν
αργούν να καταπιούν.
Καιαια ...αφού στο στόμα την τροφή τους
περισσότερο κρατούν
τη γεύση  και τη νοστιμιά απολαμβάνουν .

Κρίτσι- κρίτσι- κράτσα- κρούτσα και οι δυο
η Κική με την Κοκό
οι δύο ξαδερφούλες τρώνε
τσιπς, πακοτίνια, κρακεράκια...

Ξέρουν, τους περιμένει και γλυκό.
Σοκολατογκοφρετάκια.
Δώρο δικό μου. Ξέρουν πού τους αφήνω φαγητό
μέσα στο σκουριασμένο ράδιο
κάτω στον φωταγωγό.




Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η γιαγιά μου

Η γιαγιά μου


«Ήρθαν τα έπιπλα! Ήρθαν τα έπιπλα παιδιά!», είπε και έλαμψε η γιαγιά.
Προτού να σταματήσει ο θόρυβος που κάνει η πόρτα του κήπου όταν ανοίγει, η γιαγιά είχε εξαφανιστεί.
Η μαμά μας ρώτησε: « ποια έπιπλα;» και έφυγε στο κατόπι της γιαγιάς.
Εμείς παρατήσαμε το παιχνίδι.
Είμαστε στο παράθυρο. Έξω η γιαγιά μιλάει με κάποιον άγνωστο. Άλλοι δύο μπαίνουν στον κήπο. Κουβαλούν ένα τραπέζι. Θα είναι από την  ΠΗΓΑΣΟΣ»
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ. Αυτό γράφει στο πλάι το φορτηγό.
Η μαμά στέκεται. Κοιτάζει από απόσταση, δεν πλησιάζει κανέναν. Ο άνθρωπος που μιλάει με τη γιαγιά της δείχνει κάποια χαρτιά. Της τα έδωσε. Η γιαγιά κάτι γράφει και του τα γυρίζει αμέσως πίσω. Αυτός της ξαναδίνει ένα μόνο.
Τώρα αυτοί που κουβαλούσαν το τραπέζι, κουβαλούν πολυθρόνες.
Μία ο καθένας. Έξι μέτρησα από αυτές.
Ωραία έπιπλα. Μεγάλα. Άνετα. Τέτοια έχω δει σε διαφημίσεις στην τηλεόραση
και σε φυλλάδια που ρίχνουν στο κουτί. Όσο και να τα κατηγορεί η μαμά, τα φυλλογυρίζει. Δείχνει και σε μας κάτι που μπορεί κατά τη γνώμη της  να μας ενδιαφέρει.
Αυτά που πήραμε είναι έπιπλα εξωτερικού χώρου.
Η μεταφορά και η τοποθέτηση έγιναν  στο πι και φι. Πέταξαν οι εργαζόμενοι της « ΠΗΓΑΣΟΣ».
Η μαμά όλη την ώρα εκεί κάτω, κολώνα. Κατάλαβα ως τώρα ότι για τα έπιπλα δεν ξέρει. Δεν τα παρήγγειλε αυτή.
Έφυγε το φορτηγό. Η πόρτα έκλεισε. Κάτι είπε η μαμά που δεν το ακούσαμε. Πώς να φτάσει ως εδώ; Κάτι μικρό, δύο- τρεις λέξεις είπε και η γιαγιά, που τη βλέπω να πλησιάζει στο « σαλόνι του κήπου». Κάθεται με το πόδι απανωτό σε μία πολυθρόνα, ακουμπάει στα μπράτσα τα χέρια. Γελάει. Κάτι λέει  που δεν πιστεύω πως το άκουσε η μαμά, γιατί πλησιάζει στο σπίτι. Δείχνει μέσα στα νεύρα.
Εμείς επιστρέψαμε στο παιχνίδι με τις κάρτες.
« Ωραία τα έπιπλα κήπου. Τα είδαμε» λέω στη μαμά με το που μπήκε.
«Άφησέ με Θωμά. Δεν μπορεί η γιαγιά να κάνει ό,τι θέλει δίχως να ρωτάει. Δεν ήξερα τίποτα.» Είναι μέσα στα νεύρα. Κόκκινη.
« Μήπως ξέρει ο μπαμπάς; Μήπως μαζί το σχεδίασαν; Έκπληξη για μας. Για σκέψου…» της λέω.
Πέρασε λίγη ώρα.
Με το που μπαίνει στο σπίτι η γιαγιά φωνάζει: « Έκπληξη! Ωραία τα έπιπλα;  Τα είδατε παιδιά. Σας πήρε το μάτι μου για λίγο.»
«Ναι, ωραία» λέμε με ένα στόμα η Σοφία και εγώ. Η μαμά δε μίλησε.
« Μαρίνα τι λες εσύ;» τη ρωτάει η γιαγιά,« Ωραία αλλά… ζοριζόμαστε οικονομικά» της απαντάει η μαμά.
«Αααα πήρα από τη σύνταξη τα αναδρομικά. Δεν επιβάρυνα κανέναν. Έκανα ένα δώρο σε μένα, ελπίζω και σε σας. Ούτε ο Ανδρέας ξέρει κάτι. Έκπληξη για όλους.»
Με όσα είπε η γιαγιά δεν άφησε κενά για ερωτήσεις, για παράπονα.
Τελικά δεν έπεσα και πολύ έξω. Ήταν  έκπληξη  αλλά δική της μόνο, δίχως συνεννόηση με το μπαμπά.
Η μαμά άφησε το νεροχύτη και έκανε τη γιαγιά αγκαλιά. Είναι συγκινημένη.
Χμ! Με αυτά και με αυτά, κατάλαβα κάτι.
Πραγματικά την άλλαξε η εγχείριση  στο γόνατο τη γιαγιά. Άλλος άνθρωπος. Βγαίνει με φίλες της συχνά, περιποιείται τα μαλλιά της, ασχολείται με τον κήπο και προπαντός δε γκρινιάζει για πόνους. Τώρα έκανε αυτό. Το δώρο για τον εαυτό της και για μας. « το σαλόνι του κήπου».
Περνούν οι μέρες. Ο κήπος αλλάζει. Στο σαλόνι του μπήκαν μαξιλάρες φουσκωτές, μπήκαν τρία φανάρια διακοσμητικά επάνω στο τραπέζι, από αυτά που φορτίζουν από την ήλιο όλη μέρα. Έτσι έχουμε ωραίο απαλό φως όλο το βράδυ χωρίς να ξοδεύουμε παραπάνω ρεύμα.
Στο πλάι στο σαλόνι μπήκε σε μία μόνο μεριά ένα ξύλινο δικτυωτό χώρισμα.
Και τέτοια έχω δει σε περιοδικά με διαφημίσεις. Στο χώρισμα η γιαγιά κρέμασε μικρά γλαστράκια με λουλούδια. Πετούνιες άκουσα ότι λέγονται.
Όλα, όλα αυτά με τα λεφτά από τα αναδρομικά!
Σήμερα είναι Κυριακή. Είναι δροσερά από το πότισμα. Καθαρά. Ακόμα δε νύχτωσε για τα καλά. Είμαστε όλοι στον κήπο. Εμείς, η γιαγιά Χαρίκλεια η αδερφή της γιαγιάς, ο θείος Αντώνης με τον ξαδερφό μου, τη θεία και ένας άγνωστος κύριος.
Γύρω από το τραπέζι φέραμε και καρέκλες από το σπίτι για να χωράμε όλοι.
Όσο σκοτεινιάζει , τα φανάρια στο τραπέζι φωτίζουν περισσότερο τις πίτσες, τις μπύρες, τα σουβλάκια. Τα ποτήρια λάμπουν.
Όχι, δεν μαγείρεψε η μαμά.
Delivery. Το αγαπημένο μου.
Αυτό το τραπέζι, το πρώτο που γίνεται στο σαλόνι του κήπου, είναι κέρασμα από τη γιαγιά. «Θωμούλη», μου φωνάζει κάποια στιγμή κι εγώ παράτησα το παιχνίδι. Τρέχω να δω τι θέλει. « Φέρε μία πράσινη από το ψυγείο για τον Πεπέ», μου λέει.
Εγώ, σφαίρα, Γύρισα με τη μπύρα και κοιτάζω τον Πεπέ. Πρώτη φορά τον βλέπω στο σπίτι μας και δεν άκουσα ποτέ τίποτα για το ποιος είναι, τι κάνει, γιατί είναι σήμερα μαζί μας. Θα το θυμόμουν με τέτοιο όνομα που έχει.
Παίξαμε, παίξαμε, ώσπου τους τρελάναμε από τη φασαρία και γυρίσαμε στο «σαλόνι» με τους μεγάλους.
Τρώμε πίτσα κατάχαμα. Εγώ ζήτησα σουβλάκι αλλά δεν έμεινε κανένα. Να πω την αλήθεια, δεν με πείραξε.
Τώρα μιλάει η γιαγιά ή μάλλον κελαηδάει. Τσουγκρίζει και το ποτήρι της με τον θείο, τη θεία, τη μαμά, τον μπαμπά, την αδερφή της και τον Πεπέ.
«Άκου Αντώνη», λέει στο θείο. Αν είναι να βρεθούν οι άνθρωποι, βρίσκονται. «Να… με τον Πεπέ τον κηπουρό μας είχαμε τρία χρόνια να συναντηθούμε. Χαθήκαμε. Συμβαίνουν αυτά. Και πώς είναι τώρα εδώ και βλέπει τον κήπο που με τα χέρια του έστησε και καμαρώνει; Εεεε… τυχαία βέβαια.
Θυμάστε πριν από λίγο καιρό, εκεί, μετά το Πάσχα που πήγαμε σ’ εκείνη την ταβέρνα στο Μαραθώνα; Μεσημέρι ήταν. « Να. Ναι» ,είπαν ο θείος και η θεία.
«Όταν κοίταξα γύρω» , συνέχισε η γιαγιά, « ανάμεσα στα λουλούδια , είδα τους συνδυασμούς τους, τα χωρίσματα και σκέφτηκα… βρε, ετούτος ο κήπος έγινε από τον Πεπέ, ολόιδιος με τον δικό μας είναι. Χωρίς να με δείτε, ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν γνωρίζει τον  Πεπέ τον κηπουρό. « Ο Ιταλός είναι ο κηπουρός μου» μου είπε. « Φροντίζει, συντηρεί, ανανεώνει τα λουλούδια.» Εννοείται ότι πήρα το τηλέφωνο καιαιαι… να ‘τος  ο κηπουρός μας. Ο δημιουργός. Αυτός που έκανε με τα μαγικά του παράδεισο την αυλή.»
« Αααα! Τα παραλές κυρία Ευτυχία», τη διέκοψε ο Πεπέ.  «Όχι, όχι» λέει η γιαγιά. «Περνάω  ώρες στον κήπο Πεπέ. Όταν ανθίζουν τα ζουμπούλια και οι πανσέδες που αγαπάω πολύ, άσε, άσε, νομίζω είμαι στον παράδεισο. Θυμάσαι για το δενδρολίβανο που επέμενα; Κοίτα το, θέριεψε! Εγώ και η Μαρίνα φροντίζουμε τα λουλούδια αλλά ρωτάω  και τον γεωπόνο. Έχω όλα τα μικροεργαλεία και χορτοκοπτικό. « ‘Όλα θαυμάσια κυρία Ευτυχία, γεια μας» είπε ο Πεπέ και τσούγκρισε με τη γιαγιά και με τον θείο δίπλα του.
Η γιαγιά όλο γελάει. Σα να παραήπιε μου φαίνεται. Σηκώνεται. « Εις υγείαν» λέει. « Πίνω στην υγεία του ορθοπεδικού, πίνω και για τον κηπουρό. Ο ένας με απάλλαξε από τους πόνους, με έκανε να χορεύω και ο άλλος, εεε Πεπέ;  Ο άλλος μου έφτιαξε έναν παράδεισο. Με χρώματα, με αρώματα γεμίζει η ψυχή μου όταν βρίσκομαι εδώ.»
Όλοι χαιρόμαστε με τη χαρά της γιαγιάς. Τώρα γεμίζω με πορτοκαλάδα ένα γυάλινο ποτήρι και πάω να τσουγκρίσω με τη γιαγιά μου.









Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΗΣΕΑΣ

  Διδακτική ενότητα: Μινώταυρος και Θησέας
 
       
           Τα δικά μου μαγικά

Ο Πεπέ ο κηπουρός
με ξύπνησε πρωί πρωί.
Ήρθε για να καθαρίσει
για να φροντίσει την αυλή.

Άκουσα από το θυροτηλέφωνο
που μίλησε η μαμά
" Πεπέ περίμενέ με
σου φέρνω τα κλειδιά"

Εγώ δε γύρισα πλευρό.
Σηκώθηκα κανονικά.
Πήγα στην κουζίνα
δήθεν να πιω νερό
μ' έπιασε περιέργεια
να δω τον Ιταλό.

Μου έκαναν εντύπωση
όσα άκουσα χτες βράδυ από τη γιαγιά
που έλεγε στον μπαμπά και τη μαμά:
" Κοιτάξτε γύρω σας κήπους
οι πιο πολλοί έχουν κηπουρούς στη γειτονιά
αλλά τον Ιταλό, αυτά που κάνει
κανένας δεν τα φτάνει"

------------------------------
" Θωμά γιατί σηκώθηκες;"
μου είπε η μαμά
και στάθηκε μπροστά μου
είχε δώσει τα κλειδιά.
" Διψάω"είπα, " ήρθα
να πιω λίγο νερό
αλλά από ύπνο χόρτασα
δεν πάω να κοιμηθώ."

" Κάθησε στο σαλόνι
το κινητό όμως ξέχνα το
κάτι θα βρεις να κάνεις
παιχνίδια έχεις πολλά".
Με αυτές της τις κουβέντες
πουου...ήταν εντολές
μία χαρά βολεύτηκα
δικαιολογίες δεν έψαξα
για να μην κοιμηθώ.

" Αφού ήρθε ο κηπουρός" 
ρώτησα σιγανά
" να πάω κάτω στην αυλή;
Να βλέπω μοναχά".

" Όχι τώρα Θωμά μου
είναι πολύ νωρίς.
Αργότερα μπορείς.
Μόνο μη ξεχαστείς.
Τις πυζάμες σου να βγάλεις
τις παλιές φόρμες να βάλεις."
Δεν με αποπήρε. Θα κοιμήθηκε καλά.
Είναι και Σάββατο σκέφτηκα. Δεν πηγαίνει στη δουλειά.

" Ποιες παλιές; ποιες εννοείς; της είπα
"Αυτές, στο ψάρεμα που πας
κάτω από τη σκάλα είναι 
στο μπαουλάκι της γιαγιάς" μου είπε.
Πάλι για ύπνο έφυγε φορτσάτη
το Σάββατο το πρωί, δύσκολα αφήνει το κρεβάτι.


Έφτιαξα το ρομπότ με τα 30 κομμάτια
έστησα και την πίστα για τα αγωνιστικά
λίγες μανούβρες έκαναν, τα μάζεψα
σήκωσαν φασαρία
θα ερχόταν, θα με μάλωνε η μαμά

Κάτω από τη σκάλα βρήκα
τις φόρμες με τη μία.
Τις φόρεσα. Όλα καλά.
-------------------------------------

Τώρα είμαι στην αυλή.
Ψάχνω από δω από κει
Πεπέ δεν βλέπω πουθενά.

Ας πάω λέω, λίγο πιο πέρα
και να ΄τονα ο κηπουρός.
Κατάχαμα κάτι μαστορεύει
στα χέρια εργαλεία κραταέι
τον πλησιάζω αλλά δεν με κοιτάει
Απομακρύνομαι. Να , σκέφτηκα
θα τον ενόχλησα.
Κάθομαι στην είσοδο. Στα σκαλιά.
Μικρούς θορύβους ακούω, μεταλλικούς.
Από τα μαστορέματα είναι. Από τον κηπουρό.
Άλλους θορύβους, μικρούς, φτιάχνω κι εγώ.
Ανοίγω δρόμους, σχηματίζω διασταυρώσεις
με τα χαλίκια είχα να παίξω πολύ καιρό.
Κάτω, έναν λαβύρινθο δημιουργώ.

Δεν βιάζομαι να δω του Πεπέ τα μαγικά
ο λαβύρινθός μου με πάει μακριά.
Κάτι για Μινώταυρο πρέπει να βρω
ή και να φτιάξω. Έχω κόλλα άμα χρειαστώ.
Από πέτρες θα είναι; Από ξύλο; Και από τα δυο;
Ό,τι μου έρθει, ό,τι πιο ωραίο  στα μάτια, στο μυαλό.
Τη μορφή του Μινώταυρου την έχω.
Εικόνα. Σα να τον βλέπω. Θυμάμαι.
Ούτε που χρειάζομαι να ψάξω στο κινητό.
Θησέα δεν θα χρειαστώ. Θησέας ειμ εγώ.
Απλώς το δάχτυλό μου θα μετακινώ.

Το ακούω, πο πο , πολλή φασαρία
κάνει το χορτοκοπτικό
θα ξύπνησαν όλοι
όχι μόνο στο σπίτι
σίγουρα και οι γειτόνοι.
Ναι. Άρχισε ο κηπουρός
αλλά δεν σηκώνομαι.
Έχω πολύ σπουδαία δουλειά.
Χοντροδουλειά είναι το κούρεμα στο γκαζόν
χοντροδουλειά τα μεγάλα κλαδιά
όπως λένε ο μπαμπάς και η μαμά.
Η λεπτοδουλειά, δηλαδή όπως καταλαβαίνω
του Πεπέ τα μαγικά
γίνονται μετά. 
Μικροκλαδέματα, ξεχορταριάσματα κοντά στα φυτά
με εργαλεία ειδικά
ανοίγματα διαδρόμων για το πότισμα βοηθητικά 
όλα θα τα δω. Έχω χρόνο. Μετά. Μετά. 
Εγώ, να έτυχε, τον πρόλαβα τον Ιταλό
κάνω τα δικά μου μαγικά.



.