Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

Ένας γάιδαρος τραγουδιστής

 

Ο γάιδαρος ο Σίμος

Ο γάιδαρος ο Σίμος, κάνει τον τραγουδιστή
μαααα…, όπως ξέρουμε όλοι
η φύση στους γαϊδάρους δεν έδωσε ωραία φωνή
υπομονή τους έδωσε και αυτιά πολύ μεγάλα
χαρίσματα μεταξύ τους ταιριαστά,
αν δούμε τα μεγάλα αφτιά, αποκλειστικά για τους ανθρώπους,
μεταφορικά.
Μα των γαϊδάρων τα αφτιά που ‘ναι πολύ μεγάλα
βλέποντας το πράγμα μόνο κυριολεκτικά
τους δίνουν χάρη ,ομορφιά, πιστεύω τους ταιριάζουν.
Αν για ν’ ακούν το πιο πολύ παρά για να μιλάνε
εδώ, το μεταφορικά και τους γαϊδάρους αφορά.
Κι αν κάποιοι σαν το Σίμο θέλουν να τραγουδάνε
αρχίζουν τα προβλήματα
όλοι όσοι είναι γύρω τους, αρχίζουν νααα... « κλωτσάνε».

Τα γεγονότα άρχισαν αυτό  το Καλοκαίρι
που ο Σίμος κάτω απ’ τη μουριά
 τ’απομεσήμερα συχνά
γκαρίζει αλλά με ρυθμό.
Σέρνει απ’ τα γκαρ το αααα πολύ.
Τις χαμηλές συχνότητες μπορεί να μην τις πιάνει
στις δυνατές; Περίφημος
ο πιο σπουδαίος βαρύτονος
πιστεύω δεν τον φτάνει.
Στις γκάρες του κάποιες φορές
σαν το παρατραβάει
και τα τζιτζίκια σταματούν.
Ξαφνιάζονται; Φοβούνται;
ή έτσι θέλουν κι αντιδρούν
για να τον απολαύσουν;
Το έργο της φύσης δάσκαλος
το ζήσαμε, το ζούμε
η όπερα το μαρτυρά
περίτρανα νομίζω.
Η χορωδία δεν σταματά
μήπως να πάρει και σειρά
ο ένας, ο μοναδικός
που μεγαλεία φωνητικά
πρέπει να φανερώσει;

Πάντως όσοι το Σίμο ακούν, λένε πως τραγουδάει
μααα... το παρατραβάει.
Μήπως την ώρα ν' άλλαζε πριν πιάσει το τραγούδι;
Μήπως τον τόνο ν' άλλαζε; Κάτι σε αυτόν, χαλάει.
Τ’ αφεντικά του, οι γείτονες
κότες, γουρούνια, σκύλοι
όλοι τους, με τον τρόπο τους γέλασαν στην αρχή
για λίγο ασχολήθηκαν με τον τραγουδιστή.
Όμως η πλάκα τέλειωσε
όλοι ζώα και άνθρωποι
άρχισαν τα παράπονα.
Χαλάει ο Σίμος τη βολή τους. Την καλοπέρασή τους.
Είναι που το τραγούδι του άσχημα τους ξυπνάει
κι ο ύπνος έτσι αν κόβεται πίσω πια δεν γυρνάει.
Κλείνουν πορτοπαράθυρα
τ’ αφεντικά, οι γειτόνοι
κι όλα τα ζώα στην αυλή
όσο μπορούν πιο μακριά
αποτραβιούνται απ’ τη μουριά.
Ο Σίμος συνεχίζει. Ενοχλεί.
Το Καλοκαίρι η δύση αργεί
είναι τ’ απομεσήμερο μακρύ.
Αφού το ξέρει, έχει φωνή
που δεν είναι για πολύ
γιατί επιμένει άραγε; Γιατί;
Νάτο . Το πείσμα του γαϊδάρου
απ’ τη μεριά του την κακή
στην περίπτωση αυτή.

Χαρά μεγάλη ο Σίμος ζει ή λύπη τον βαραίνει
κι έγινε τόσο αδιάφορος για όλους τους άλλους γύρω;
Αυτό που έχει μέσα του, μεγάλο γίνεται ή μικρό
μπορεί με το τραγούδι.

Κυλάνε οι μέρες….
Σε όλα ο Σίμος μαχητής
δεν άλλαξε στη δούλεψη
σε προθυμία, υπομονή
όπως το λέει η φύση του
όπως το λέει η σεριά του.
Όμως τ’ απομεσήμερα πάλι τραγουδιστής
ξανά- μανά τα ίδια.
Οι άνθρωποι αναλογίζονται
λένε πως το τραγούδι του κάτι σπουδαίο έχει να πει
ξέσπασμα είναι μάλλον.
Κι αλλάζουνε οι άνθρωποι.
Τέρμα και  τα παράπονα μετά την κοροϊδία.
Το νιώθουν καλακούγοντας  κυλώντας ο καιρός
πως το τραγούδι βγάζει
μια στεναχώρια, πόνο.
Έτσι ήταν από την αρχή, μ’ άργησαν να το δούνε.
Αμέσως τ’ αποφάσισαν, να ψάξουν την αιτία
Ειν’ άρρωστος; Κάπου πονά; Κτηνίατρος τον είδε;
Οι γείτονες επίμονοι. Ρωτούν.
Τ’ αφεντικά του Σίμου όπου μπορούν
τις απαντήσεις δίνουν
αλλά καμία απάντηση δεν είναι αρκετή.
«Χαίρει άκρας υγείας» ο κτηνίατρος  είχε πει
τον Απρίλιο που τον γάιδαρο είχε δει.
Όλοι γυρίζουν στο γιατί απ’ την αρχή….

‘Ωσπου … έρχεται ένα βράδυ
ένα μαντάτο που έφερε στο κτήμα ο δραγάτης.
-« Στο Δίλοφο ο μπαρμπα- Λιώλης έχασε τη γαϊδουρίτσα του
από τσίμπημα οχιάς»
- « Την Κίτσα; Πότε;» ρώτησαν μ’ ένα στόμα του Σίμου τα  αφεντικά  
-« Πάει κοντά ένας μήνας» είπε ο Δραγάτης .
Στιγμή δεν πέρασε .Τρεχάλα βγήκε απ’ την κουζίνα ο Θανάσης
πήγε στο στάβλο, στο Σίμο του
να τον χαϊδέψει, να του μιλήσει, να τον συμπονέσει.




 
 


Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Στη Βιβλιοθήκη στον Πειραιά

 Βλέπω- Ακούω- Δημιουργώ....
Από το κάπα το μικρό ως το Κάπα το μεγάλο
    και από το Κάπα το μεγάλο  ως το κάπα το μικρό.

Το Κάπα το μεγάλο 
με το κάπα το μικρό
μέσα στο μυαλό μου
μέσα στην καρδιά μου
στήσανε χορό
κι όλο μπερδευόντουσαν
όμως με ρυθμό
με χορευτικές φιγούρες
αυτό θέλω να πω.
Και 'γω...
πώς να σας το πω;
Σα να ΄γινα όλος ένας κύκλος
το σώμα μου ήταν αυτό
που μέσα του χορεύαν
η καρδιά και το μυαλό.

Πού; Πότε έγινε αυτό;
Στην εκδήλωση που πήγα
για μεγάλους και παιδιά
το Σάββατο το απόγευμα
με τον παππού Θωμά.
Ήταν σε μία ωραία βιβλιοθήκη
που δεν είχα ξαναπάει άλλη φορά.

Η ζωγραφιά που έφτιαξα εκεί
στα γρήγορα σα να 'μουν μηχανή
δίχως άσπρο χαρτί, μολύβι και μπογιές
μ' έκανε πραγματικό ζωγράφο
δεν λέω υπερβολές.
Όταν τελείωσα το σκέφτηκα αυτό.
Θυμήθηκα που μας έδειξε στο σχολείο η κυρία
έργα σπουδαίων ζωγράφων μόνο με γραμμές.
Οι γραμμές, μας είχε πει έδειχναν κάτι
σκέψεις, αισθήματα,τα θέλω, τις ιδέες  τους
για ό,τι γινόταν έξω από αυτούς αλλά και μέσα τους.
Έτσι, αισθάνθηκα και 'γω.
Όχι, σπουδαίος ζωγράφος δεν μπορώ να πω
αλλά πραγματικός
και μπορεί κάποιος να με πει εγωϊστή
- ναι, την αδερφή μου τη Φωφώ εννοώ-
αλλά
εγώ με του παππού μου το στυλό
σε λίγο χώρο αδειανό
που περίσσευε από ένα φυλλάδιο 
για την εκδήλωση ενημερωτικό
μέσα σε κύκλο χώρεσα πάρα πολλά
κάπα Μεγάλα και μικρά.
Έγινε μία ζωγραφιά
από το μικρό που γίνονταν μεγάλο
από το μεγάλο που γίνονταν μικρό
όλη η ιστορία του κάπα με γραμμές.

Για χάρακα; Θα απορείτε.
Πώς μου ήρθε; Πώς τον βρήκα;
Αυτόματα. Φλασιά.
Αστραπή μεσ το μυαλό.
Ένας σκληρός σελιδοδείκτης
έγινε ο χάρακάς μου.
Αυτός με ένα άνοιγμα- κόλπο κατασκευαστικό
ενώνονταν με το φυλλάδιο το ενημερωτικό.
Έτσι, τα κάπα όλα βγήκαν
δίχως καμπύλες και τρεμμάμενες γραμμές.

Η ιστορία του κάπα
από τον Ευγένιο Τριβιζά
σα μαγνήτης με τραβούσε σιγά- σιγά
τυχαίες δεν ήταν οι χαρακιές
στυλό, χάρακας και χέρι 
από τις λέξεις παίρναν εντολές.
Καιαιαι... 'κείνο το σοκολατάκι χρυσό πυραμιδάκι 
που μας πρόσφερε κάθε λίγο και λιγάκι
ας ήταν μόνο στην οθόνη
-δεν ξέρω οι άλλοι αλλά εγώ-
στο στόμα μου το ένιωθα να λιώνει.

Όλοι οι βιβλιοφάγοι στη μεγάλη αίθουσα
νομίζω ευχαριστήθηκαν πολύ.
Χειροκροτήματα και ησυχία
σε σειρά, σε αρμονία. 
Ναι. Οι ιστορίες ήταν η αιτία.
Η καθεμία ξεχωριστή
μας ταξίδεψε όπου ήθελε αυτή
ας είμαστε όλοι ακούνητοι εκεί.

Πλησίαζε το τέλος της εκδήλωσης.
Η κυρία που μας καλωσόρισε στην αρχή
που εξηγούσε μετά ποιος και τι θα πει
στο τέλος μας ευχαρίστησε όλους.
Τον διοργανωτή της εκδήλωσης, τους συγγραφείς και το κοινό.
Εγώ ακόμα τραβούσα γραμμές.
Δεν ήταν αγένεια. Όχι.
Δεν ενοχλούσα.
Εγώ δεν κρατιόμουν.
Δημιουργούσα.
Μέχρι να φύγουν οι πιο πολλοί
Καθυστερούσα.
Βγαίνοντας από την αίθουσα με τον παππού
σχεδόν τελευταίοι
...τι έκπληξη!
Μία κυρία πρόσφερε σοκολατάκι
μόνο στα παιδιά.
Ναι. Το χρυσό πυραμιδάκι του Τριβιζά
πέταξε από την Αγγλία
γλύκανε κάποια παιδιά του Πειραιά.








Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Τα ζάρια της φαντασίας

 Ρίχνω τα ζάρια. Με τέσσερις εικονες που έδειξαν: παγωτό, καπέλο, ποδήλατο και ένα τροχόσπιτο φτιάχνω την ιστορία μου.

Στο κάμπινγκ

Είχα αγωνία, τι θα δω.
Όταν φτάσαμε επιτέλους στο κάμπινγκ, μου φάνηκε μεγαλύτερο από εκείνο που πήγαμε πέρσυ.
Ναι.Με πιο πολλά τροχόσπιτα και πολλές μεγάλες σκηνές.Δύο-τρεις είδα μικρές.
Ο μπαμπάς έβαλε το τροχόσπιτό μας στο μέρος που είχε κανονίσει με τον ιδιοκτήτη, πολύ καιρό πριν. Άκουγα και στο τηλέφωνο από τις φωτογραφίες που του έστελνε ο υπεύθυνος, για τους ελεύθερους χώρους, τις αποστάσεις από το εστιατόριο, από τις τουαλέτες, από τα πλυντήρια και τα ντους.
Όπως συνήθως, με το πρόγραμμά του ο μπαμπάς. Οργανωτικός. Όλα τα βρήκε όπως τα είχε συμφωνήσει.
Ετοιμαστήκαμε να πάμε για μπάνιο με τη Σοφία και τη μαμά. Ο μπαμπάς θα έμενε να ξεφορτώσει το αυτοκίνητο και να τακτοποιήσει τα πράγματα.
Η θάλασσα τέλεια. Παιδιά αρκετά."θα έχουμε παρέα" είπα στη Σοφία, για να έχει το νου της να βρει, να μη μου φορτώνεται συνέχεια. Να είμαστε λίγο πιο ελεύθεροι και εγώ και αυτή.
Αφού πλατσουρήσαμε αρκετά και ο ήλιος έκαιγε για τα καλά,
βγήκαμε χωρίς πολλά- πολλά από τη μαμά. Κάτω από το δέντρο που καθόταν, μόνο τα ονόματά μας φώναξε και μας έδειξε κουνώντας τα  δύο παγωτά.
Και 'κει που απολαμβάναμε  σε ωραία δικτυωτά καρεκλάκια το παγωτό μας, ακούστηκε φασαρία, τσακωμός πολύ κοντά.
" κύριε Παππά, εγώ απέναντι στους πελάτες μου έχω δεσμευτεί. Ο ποδηλατόδρομος έπρεπε να έχει φτιαχτεί", ακούσαμε να λέει κάποιος. Αμέσως μετά μίλησε άλλος. Μάλλον ο κύριος Παππάς. 
" Σας είπα, η απεργία των εργατών μας έφερε πίσω. Μία ημέρα θέλει η ασφαλτόστρωση. Θα τελειώσει. Υπομονή τρεις μέρες. Την Παρασκευή πρωί- πρωί το συνεργείο θα είναι εδώ."
Κοιταχτήκαμε. Εγώ, η Σοφία, η μαμά..." Αααα κατάλαβα" είπα.
" Μόνο ποδήλατο θαλάσσης θα κάνουμε. Τα ποδήλατά μας θα περιμένουν πάνω στο τροχόσπιτο."
"Άντε πάμε, σηκωθείτε να προλάβουμε να μην τα κατεβάσει ο μπαμπάς", είπε η μαμά και φύγαμε.
Φτάσαμε στο τροχόσπιτό μας αλλά ο μπαμπάς δεν ήταν εκεί.
 Για κάποια δουλειά θα ήταν πάλι.Για μπάνιο καταμεσήμερο, τον ξέρουμε, ποτέ δεν έχει πάει. Ευτυχώς τα ποδήλατα ήταν ακόμα δεμένα, δεν τα είχε κατεβάσει. 
Η μαμά όπως ξεκίνησε για πετσέτες και ρούχα καθαρά, γύρισε με τη μία. "Ωωωχ , ξέχασα το καπέλο μου στο δέντρο, πάω πίσω παιδιά" μας είπε
"περιμένετε εδώ, επιστρέφω και πάμε για ντους σε πέντε λεπτά".









Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ζάρια της φαντασίας: Ένα απόγευμα του Οκτώβρη

 Ρίχνοντας ζαριές με τα ζάρια της φαντασίας φτιάχνουμε ιστορίες.
Με μία ζαριά ρίχνοντας 3 ζάρια, φανερώθηκαν τρεις εικόνες.
Ένα φλυτζάνι με αχνιστό ρόφημα, μία μπανάνα και ένα ζευγάρι γυαλιά.

Ένα απόγευμα του Οκτώβρη

Ήμουν πολύ προσεκτική.
Κρατούσα σταθερά το δίσκο
και είχα στα μάτια μου μπροστά μόνο τη διαδρομή. Αυτή, δε λέω, τη μικρή
από την κουζίνα μέχρι την πολυθρόνα που κάθονταν η γιαγιά.
" Καλώς το κοριτσάκι μου, ευχαριστώ", μου είπε.
Άφησα στο τραπεζάκι δίπλα της, το τσάι που άχνιζε μέσα στην φλυτζάνα της την αγαπημένη.
Σηκώθηκε η γιαγιά Ευθυμία, τράβηξε ως πέρα την κουρτίνα και μου είπε:
" Γιααα πλησίασε μικρή, πες μου βλέπεις εκεί; Πάνω εκεί, στο δέντρο το μεγάλο
στου κυρ- Παναγιώτη την αυλή."
"Βλέπω" της είπα
"Είναι οι φωλιές εκεί;" με ρώτησε
"Ποιες φωλιές; τι φωλιές γιαγιά;" της είπα
"Ααααχ Ελένη. Τούφες, κλαδάκια ξεραμένα και πλεγμένα. Είναι φωλιές από πουλιά.
Ξεχωρίζουν πάνω στα γυμνά κλαριά".
"Ναι, βλέπω κάτι. Καλαθάκια μοιάζουν. Τρία καλαθάκια είναι 'κει πάνω"
"Αχ! Ευτυχώς! Άντεξαν στο χτεσινό βοριά" είπε η γιαγιά μου.
"Το Σάββατο Ελένη μου. Τρεις μέρες μένουν. Το Σάββατο θα έχει ο οπτικός
 έτοιμα τα γυαλιά μου. Θα δω και ΄γω τις φωλιές. Τα καλαθάκια ομορφιά μου"
Γύρισε στην πολυθρόνα η γιαγιά. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της
και ΄κει που έκανα να φύγω με σταμάτησε."Ελένη" μου λέει
"Θααα μου φέρεις και γλυκό; Ένα κομματάκι μόνο. Μικρό."
"Τι γλυκό;" τη ρωτάω
"Αυτό" μου λέει, "που έφτιαξε η μαμά σου, που είναι δίχως ζάχαρη
με μπανάνες μόνο για γλυκαντικό".
"Το φάγαμε όλο, τέλειωσε" της είπα
και έφυγα για σοκολατάκι μήπως βρω
εκεί που τα κρύβει η μαμά μου
έπρεπε με κάτι να γλυκάνω τη γιαγιά μου.


Και άλλη μια ιστορία με τις ίδιες  εικόνες.


Στα σκαλιά του σχολείου εκεί που περιμένει η Άννα
                                                την κυρία Σουλτάνα
θυμήθηκε πως ξέχασε να φάει τη μπανάνα.
Την έβγαλε από την τσάντα της και από την πρώτη μπουκιά
της φάνηκε πιο νόστιμη μπανάνα δεν έχει φάει άλλη φορά.
Τώρα την απολαμβάνει με την ησυχία της. Σιγά- σιγά.
Να 'την. Έφτασε και η κυρία Σουλτάνα.
" Σήκω Άννα" της λέει, " συγγνώμη, άργησα λίγο αλλά
κάπου χάθηκαν πάλι του παππού τα γυαλιά.
Έπρεπε να τα βρω, ξέρεις , δίχως αυτά
τίποτε δεν μπορεί να δει.
"Εντάξει" είπε η Άννα, "δεν περίμενα πολύ"
και έφυγαν για το σπίτι όπως κάθε μεσημέρι μαζί.

Έφτασαν. Μπαίνουν στο σπίτι και βρίσκουν τον παππού στον καναπέ.
Μπροστά του αχνίζει ένα φλυτζάνι μάλλον με καφέ.
Έτσι νόμισε η Άννα αλλά η Σουλτάνα, έπιασε τη μυρωδιά.
" Τι τσάι πίνεις κύριε Θωμά;" ρώτησε τον παππού
και ο παππούς της είπε: " τσάι από το χωριό μου, τσάι του βουνού".



Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μια μέρα του Απρίλη ( διδακτική ενότητα - επικοινωνία- Τα κοινά που μας ενώνουν)

 

Μία μέρα του Απρίλη

Πέντε σκιουράκια
τέσσερις χελώνες
τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι
και ένα αλογάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
στο πράσινο λοφάκι.

Τυχαία θ’  ανταμώθηκαν εκεί από το πρωί.
Μάλλον πρώτη φορά είναι μαζί.
Ο καθένας  τους μονάχος ήταν στην αρχή
δεν κατάλαβα να είχαν κάποια επαφή.
 Καμία κίνηση  δεν είδα να έρθουν πιο κοντά
τίποτα δεν ακούγονταν.
Τα στόματά τους για πολλή ώρα ήταν κλειστά.
Κάτι θα έπιανε το αυτί μου
είμαι πολύ κοντά τους
και όχι τόσο βέβαια γιααα να χαλάσω
τη διασκέδαση ή κάποια άλλη δουλειά τους.


Παράξενη μου φάνηκε
αυτή η απόσταση που είχαν, η σιωπή 
μα σκέφτηκα γοργά.
Τεράστιο το δάσος.
Κάποιοι θα ήταν σκορπισμένοι σε αυτό
φίλοι, γνωστοί, οι φωλιές τους
σε τόπο θα ήταν διαφορετικό.
Καιαιαι… για τα ζώα της αυλής
είπα, δεν θα μιλιούνται τα αφεντικά τους
ή αν έχουν ένα, το ίδιο αφεντικό
συχνά- πυκνά θα λένε τα δικά τους
έτσι δεν είναι άμυνα, φόβος ,ντροπή η σιωπή τους
είναι που δεν ταιριάζει με τη βόλεψή τους.

Στο πράσινο λοφάκι όλους
τους τράβηξε η ανοιχτωσιά
τους τράβηξε το φρέσκο χορταράκι.
Το φως, τη ζέστα του ήλιου
εκεί δεν τα εμποδίζει
καμιά δέντρου σκιά.
Και τούτο εδώ το δέντρο
με το χοντρό κορμό
που πίσω στέκω  εγώ
είναι απομακρυσμένο
εύχομαι να μην έρθει 
κανένας κατά δω.

Ο ουρανός του Απρίλη
είναι αγκαλιά με γαλάζια φορεσιά.
Μακριά μόνο λίγες τουφίτσες
δείχνουν στολίδια, δαντελίτσες
τα συννεφάκια στη σειρά.

Ναι. Εδώ πάνω στο λοφάκι
όλοι γνωρίστηκαν έγιναν  παρέα
 μοιράζονται , χαίρονται τα ωραία.
Ναι. Έσπασαν τη σιωπή.
Με την ξεχωριστή φωνή του
στη γλώσσα ο καθένας τη δική του
ό,τι και να πει
οι άλλοι τον καταλαβαίνουν,  επειδή
η φύση γύρω τους η μαγική
κάνει τον μεταφραστή.
Αυτή τις γλώσσες ,τις ξεχωριστές φωνές
μπορεί και τις ταιριάζει
στη γλώσσα τη δική της
την πιο εύκολη, την χρωματιστή κι ευωδιαστή
που όλοι την καλοδέχονται
όταν τους την μοιράζει.

Η μέρα προχωράει
τα ζώα στο πράσινο λοφάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
σιμώνουν, ξεμακραίνουν
τις ώρες πώς κυλάνε
αφού καλοπερνάνε
δεν τις καταλαβαίνουν .
Όμως, να ‘τος ο ήλιος
τώρα κατηφορίζει
τους λέει και τούτη η μέρα
πίσω πια δε γυρίζει.
Δροσάτο αεράκι έρχεται από το βουνό
μια μυρωδιά ξεχύνεται από χώμα νωπό.
‘Κείνα τα συννεφάκια που ήταν πριν μακριά
γκρίζα σύννεφα έγιναν, έρχονται βιαστικά.
Έρχεται καταιγίδα.
Πέντε σκιουράκια, τέσσερις χελώνες, τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι και ένα αλογάκι
φεύγουν από το  λοφάκι.
Μια  ομπρέλα γκρι επάνω του κι ο ήλιος ο χλωμός
του άλλαξαν το πράσινο. Του έκλεψαν το φως.

Διαλύθηκε η παρέα
μαααα… μέσα του ο καθένας
το ένιωσε, το ξέρει
στο πράσινο λοφάκι
που πέρασαν τόσο ωραία
δεν θα βρεθούν ξανά τυχαία.

{ Σε επιχειρούμενη  εικονογράφηση- αποτύπωση της ιστορίας και ελεύθερα από παιδιά σκέφτηκα τον αφηγητή- παρατηρητή σαν ένα ζωγράφο με το καβαλέτο του, καλυμμένο προστατευμένο( για να μην είναι ορατός) πίσω από δέντρο κάπου πλάι στο λοφάκι.}



Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

 Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

Στη μικρή μας πόλη, τη Μεθώνη
δίπλα από το σπίτι του Αντώνη
είναι το καινούργιο νηπιαγωγείο.
Έχει ολόγυρα μεγάλες αυλές
και τα χρώματα που το 'χουν βάψει
φωτίζουν και τις μέρες του χειμώνα τις σκοτεινές.

Όλοι στη Μεθώνη καμαρώνουν το νηπιαγωγείο
και ο Αντώνης απ' όλους πιο πολύ
επειδή κάθε μέρα που περνάει
ξεχνάει, δε λογαριάζει  ότι γερνάει
που ακούει και βλέπει τα παιδιά
τον κάνει πολύ πίσω να γυρίζει
στα χρόνια που δεν θα 'ρθουνε γι αυτόν ξανά.

Η αλήθεια είναι, όταν κλείνουν τα σχολεία
κάνει και ο Αντώνης διακοπές
από τα τρεχαλητά και τις φωνές.
Ξέρει πως του χρειάζονται, τις χαίρεται
και μέρες ήσυχες, διαφορετικές.

Οι διακοπές για το Πάσχα πλησιάζουν.
Στον κήπο του Αντώνη που ένα σύρμα τον χωρίζει
από του νηπιαγωγείου την αυλή
κάτι όμορφο, κάτι παράξενο συμβαίνει
που ο Αντώνης το ανακάλυψε πριν δύο χρόνια
και περιμένει με αγωνία να το ξαναδεί.
Αυτό, γίνεται πάντα λίγο πριν το Πάσχα
και με κανέναν δεν το έχει μοιραστει
γιατί... να... φοβάται πως στο καφενείο, στη γειτονιά
θα πούνε σάλεψε ο Αντώνης από τη μοναξιά.
Έτσι, το κρατάει, είναι το μυστικό του και νιώθει μια χαρά.

Να 'τος. Κάθεται κάτω από τη λεμονιά.
Βλέπει τα κουνέλια του.
Βλέπει στην αυλή του νηπιαγωγείου τα παιδιά.
Τα κουνέλια του στο σύρμα μουσουδίζουν
είναι όλα μαζεμένα εκεί
ταράζεται το σύρμα από τις νυχιές τους
σκαρφαλώνουν μια σταλιά, πέφτουν, σκαρφαλώνουν  ξανά.
Με τις τροφές που αγαπάνε
ο Αντώνης προσπαθεί
ν' αποτραβήξει τα κουνέλια του από 'κει.
Δεν φεύγουν. Όπως τις άλλες φορές δεν έφυγαν.
Κάποια σκάβουν το χώμα
να περάσουν κάτω από το σύρμα.
Δεν τα καταφέρνουν, πάνε πιο πέρα
παραπονιάρικες κραυγούλες βγάζουν
χαμηλά στο φράχτη συνέχεια θέση αλλάζουν.
Ο Αντώνης σηκώνεται. 
Θέλει να τ' αφήσει.
Θέλει να παίξουν με τα παιδιά.
Ναι. Το αποφάσισε.
Θα πάει στο νηπιαγωγείο. Στη δασκάλα.
Να την παρακαλέσει.
Μπορεί για μια φορά
ν' αφήσει τα παιδιά- κουνελάκια της
να παίξουν με τα ζωάκια του
με τα κουνελάκια του.|
Το αποφάσισε. 
Για τα ζωάκια του αξίζει να σπάσει το μυστικό του
αφού με τη δασκάλα θα το μοιραστεί
θα της πει:
" Αυτές τις λίγες μέρες πριν το Πάσχα
που παίζουν με στολές -κουνέλια τα παιδιά στην αυλή
τα κουνελάκια μου μαζεύονται όλα στο φράχτη
είναι ανήσυχα, παραπονιούνται
προσπαθούν όσο κρατάει το παιχνίδι
να μπουν στη δική σας αυλή.
Λέω να τα φέρω αύριο για παιχνίδι
είμαι σίγουρος ότι όλοι :παιδιά, κουνέλια, εμείς
μισή ωρίτσα- όχι παραπάνω-
θα διασκεδάσουμε πολύ".








Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

ο κουραμπιές

 Ένα μαρτυριάρικο γλυκό

Πέρασαν τα Χριστούγεννα
και με ρωτάει μια μέρα 
με ύφος η μαμά
πριν από την Πρωτοχρονιά:
" Αθανασία τρως κρυφά;
πού πήγαν τόσοι κουραμπιέδες;
ο θείος Γιάννης έφαγε δύο
και τα παιδιά του άλλους τρεις.
7-8-9 ήταν τα κεράσματα
στα παιδιά που είπαν τα κάλαντα;
Η αδερφή σου και ο μπαμπάς
τρώνε μελομακάρονα."
-" Τι λες μαμά;" της είπα
" γιατί να φάω κρυφά;
κι αν έχω φάει και δεν με είδες
αυτό λέγεται κρυφά;"
- " Να" μου λέει, " στην πιατέλα
έμειναν καμιά δεκαριά
και...αφού δεν έφαγα εγώ
εσύ μένεις Αθανασία...
όχι παιδί μου, ας έφαγες
δεν έκανες κάτι κακό.
Ναααα, μόνο επειδή δεν σε είδα να τρως
απορώ... ,απορώ".
- "Μαμά" της είπα
εγώ με τη ζάχαρη την άχνη
καλά δεν τα πάω
λερώνομαι, κολλάω.
Μήπως δεν υπολόγισες σωστά;
Μήπως πήρε στο μαγαζί κουραμπιέδες ο μπαμπάς;
Αυτό το κάνει στο κρεοπωλείο του
ο μπαμπάς της Αθηνάς
για τους πελάτες του , κέρασμα.
Μπορεί να το σκέφτηκε και ο μπαμπάς.Να το έκανε και ο μπαμπάς."
Την προβλημάτισα τη μαμά.
Κάνω να φύγω
μεεεε αέρα, αφού πέτυχα
βγήκα νικήτρια από την κατηγορία
καιαιαι να ΄σου και η γιαγιά.
-" Τι συμβαίνει; γιατί υπάρχει ένταση;" ρώτησε
- "Τίποτα, τίποτα" είπαμε και οι δυο.
Ήρθαμε και οι τρεις πολύ κοντά.
Κοιταχτήκαμε και συμφωνήσαμε εγώ με τη μαμά
χωρίς να πούμε λέξη
μη στεναχωρήσουμε τη γιαγιά.
Τα ρούχα της στα πλαϊνά, όχι μπροστά
σύννεφα απλωμένα πάνω στο μαύρο.
Τίναζε τη ζάχαρη να φύγει 
η καημένη η γιαγιά
κι η ζάχαρη η προδότρα, η μαρτυριάρα
πάλι φανερώνονταν, διαφορετικά.

Έχει ζάχαρο η γιαγιά Αθανασία.
Ανησύχησε η μαμά μου.
"Αθανασία" μου είπε, όταν έφυγε η γιαγιά
" θα βάλω τους κουραμπιέδες σε ένα κουτί
να τους πας στο μαγαζί του μπαμπά."