Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Ζάρια της φαντασίας: Ένα απόγευμα του Οκτώβρη

 Ρίχνοντας ζαριές με τα ζάρια της φαντασίας φτιάχνουμε ιστορίες.
Με μία ζαριά ρίχνοντας 3 ζάρια, φανερώθηκαν τρεις εικόνες.
Ένα φλυτζάνι με αχνιστό ρόφημα, μία μπανάνα και ένα ζευγάρι γυαλιά.

Ένα απόγευμα του Οκτώβρη

Ήμουν πολύ προσεκτική.
Κρατούσα σταθερά το δίσκο
και είχα στα μάτια μου μπροστά μόνο τη διαδρομή. Αυτή, δε λέω, τη μικρή
από την κουζίνα μέχρι την πολυθρόνα που κάθονταν η γιαγιά.
" Καλώς το κοριτσάκι μου, ευχαριστώ", μου είπε.
Άφησα στο τραπεζάκι δίπλα της, το τσάι που άχνιζε μέσα στην φλυτζάνα της την αγαπημένη.
Σηκώθηκε η γιαγιά Ευθυμία, τράβηξε ως πέρα την κουρτίνα και μου είπε:
" Γιααα πλησίασε μικρή, πες μου βλέπεις εκεί; Πάνω εκεί, στο δέντρο το μεγάλο
στου κυρ- Παναγιώτη την αυλή."
"Βλέπω" της είπα
"Είναι οι φωλιές εκεί;" με ρώτησε
"Ποιες φωλιές; τι φωλιές γιαγιά;" της είπα
"Ααααχ Ελένη. Τούφες, κλαδάκια ξεραμένα και πλεγμένα. Είναι φωλιές από πουλιά.
Ξεχωρίζουν πάνω στα γυμνά κλαριά".
"Ναι, βλέπω κάτι. Καλαθάκια μοιάζουν. Τρία καλαθάκια είναι 'κει πάνω"
"Αχ! Ευτυχώς! Άντεξαν στο χτεσινό βοριά" είπε η γιαγιά μου.
"Το Σάββατο Ελένη μου. Τρεις μέρες μένουν. Το Σάββατο θα έχει ο οπτικός
 έτοιμα τα γυαλιά μου. Θα δω και ΄γω τις φωλιές. Τα καλαθάκια ομορφιά μου"
Γύρισε στην πολυθρόνα η γιαγιά. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της
και ΄κει που έκανα να φύγω με σταμάτησε."Ελένη" μου λέει
"Θααα μου φέρεις και γλυκό; Ένα κομματάκι μόνο. Μικρό."
"Τι γλυκό;" τη ρωτάω
"Αυτό" μου λέει, "που έφτιαξε η μαμά σου, που είναι δίχως ζάχαρη
με μπανάνες μόνο για γλυκαντικό".
"Το φάγαμε όλο, τέλειωσε" της είπα
και έφυγα για σοκολατάκι μήπως βρω
εκεί που τα κρύβει η μαμά μου
έπρεπε με κάτι να γλυκάνω τη γιαγιά μου.


Και άλλη μια ιστορία με τις ίδιες  εικόνες.


Στα σκαλιά του σχολείου εκεί που περιμένει η Άννα
                                                την κυρία Σουλτάνα
θυμήθηκε πως ξέχασε να φάει τη μπανάνα.
Την έβγαλε από την τσάντα της και από την πρώτη μπουκιά
της φάνηκε πιο νόστιμη μπανάνα δεν έχει φάει άλλη φορά.
Τώρα την απολαμβάνει με την ησυχία της. Σιγά- σιγά.
Να 'την. Έφτασε και η κυρία Σουλτάνα.
" Σήκω Άννα" της λέει, " συγγνώμη, άργησα λίγο αλλά
κάπου χάθηκαν πάλι του παππού τα γυαλιά.
Έπρεπε να τα βρω, ξέρεις , δίχως αυτά
τίποτε δεν μπορεί να δει.
"Εντάξει" είπε η Άννα, "δεν περίμενα πολύ"
και έφυγαν για το σπίτι όπως κάθε μεσημέρι μαζί.

Έφτασαν. Μπαίνουν στο σπίτι και βρίσκουν τον παππού στον καναπέ.
Μπροστά του αχνίζει ένα φλυτζάνι μάλλον με καφέ.
Έτσι νόμισε η Άννα αλλά η Σουλτάνα, έπιασε τη μυρωδιά.
" Τι τσάι πίνεις κύριε Θωμά;" ρώτησε τον παππού
και ο παππούς της είπε: " τσάι από το χωριό μου, τσάι του βουνού".



Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Μια μέρα του Απρίλη ( διδακτική ενότητα - επικοινωνία- Τα κοινά που μας ενώνουν)

 

Μία μέρα του Απρίλη

Πέντε σκιουράκια
τέσσερις χελώνες
τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι
και ένα αλογάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
στο πράσινο λοφάκι.

Τυχαία θ’  ανταμώθηκαν εκεί από το πρωί.
Μάλλον πρώτη φορά είναι μαζί.
Ο καθένας  τους μονάχος ήταν στην αρχή
δεν κατάλαβα να είχαν κάποια επαφή.
 Καμία κίνηση  δεν είδα να έρθουν πιο κοντά
τίποτα δεν ακούγονταν.
Τα στόματά τους για πολλή ώρα ήταν κλειστά.
Κάτι θα έπιανε το αυτί μου
είμαι πολύ κοντά τους
και όχι τόσο βέβαια γιααα να χαλάσω
τη διασκέδαση ή κάποια άλλη δουλειά τους.


Παράξενη μου φάνηκε
αυτή η απόσταση που είχαν, η σιωπή 
μα σκέφτηκα γοργά.
Τεράστιο το δάσος.
Κάποιοι θα ήταν σκορπισμένοι σε αυτό
φίλοι, γνωστοί, οι φωλιές τους
σε τόπο θα ήταν διαφορετικό.
Καιαιαι… για τα ζώα της αυλής
είπα, δεν θα μιλιούνται τα αφεντικά τους
ή αν έχουν ένα, το ίδιο αφεντικό
συχνά- πυκνά θα λένε τα δικά τους
έτσι δεν είναι άμυνα, φόβος ,ντροπή η σιωπή τους
είναι που δεν ταιριάζει με τη βόλεψή τους.

Στο πράσινο λοφάκι όλους
τους τράβηξε η ανοιχτωσιά
τους τράβηξε το φρέσκο χορταράκι.
Το φως, τη ζέστα του ήλιου
εκεί δεν τα εμποδίζει
καμιά δέντρου σκιά.
Και τούτο εδώ το δέντρο
με το χοντρό κορμό
που πίσω στέκω  εγώ
είναι απομακρυσμένο
εύχομαι να μην έρθει 
κανένας κατά δω.

Ο ουρανός του Απρίλη
είναι αγκαλιά με γαλάζια φορεσιά.
Μακριά μόνο λίγες τουφίτσες
δείχνουν στολίδια, δαντελίτσες
τα συννεφάκια στη σειρά.

Ναι. Εδώ πάνω στο λοφάκι
όλοι γνωρίστηκαν έγιναν  παρέα
 μοιράζονται , χαίρονται τα ωραία.
Ναι. Έσπασαν τη σιωπή.
Με την ξεχωριστή φωνή του
στη γλώσσα ο καθένας τη δική του
ό,τι και να πει
οι άλλοι τον καταλαβαίνουν,  επειδή
η φύση γύρω τους η μαγική
κάνει τον μεταφραστή.
Αυτή τις γλώσσες ,τις ξεχωριστές φωνές
μπορεί και τις ταιριάζει
στη γλώσσα τη δική της
την πιο εύκολη, την χρωματιστή κι ευωδιαστή
που όλοι την καλοδέχονται
όταν τους την μοιράζει.

Η μέρα προχωράει
τα ζώα στο πράσινο λοφάκι
βολτάρουν, τρώνε, παίζουν
σιμώνουν, ξεμακραίνουν
τις ώρες πώς κυλάνε
αφού καλοπερνάνε
δεν τις καταλαβαίνουν .
Όμως, να ‘τος ο ήλιος
τώρα κατηφορίζει
τους λέει και τούτη η μέρα
πίσω πια δε γυρίζει.
Δροσάτο αεράκι έρχεται από το βουνό
μια μυρωδιά ξεχύνεται από χώμα νωπό.
‘Κείνα τα συννεφάκια που ήταν πριν μακριά
γκρίζα σύννεφα έγιναν, έρχονται βιαστικά.
Έρχεται καταιγίδα.
Πέντε σκιουράκια, τέσσερις χελώνες, τρία λαγουδάκια
δύο γάιδαροι και ένα αλογάκι
φεύγουν από το  λοφάκι.
Μια  ομπρέλα γκρι επάνω του κι ο ήλιος ο χλωμός
του άλλαξαν το πράσινο. Του έκλεψαν το φως.

Διαλύθηκε η παρέα
μαααα… μέσα του ο καθένας
το ένιωσε, το ξέρει
στο πράσινο λοφάκι
που πέρασαν τόσο ωραία
δεν θα βρεθούν ξανά τυχαία.

{ Σε επιχειρούμενη  εικονογράφηση- αποτύπωση της ιστορίας και ελεύθερα από παιδιά σκέφτηκα τον αφηγητή- παρατηρητή σαν ένα ζωγράφο με το καβαλέτο του, καλυμμένο προστατευμένο( για να μην είναι ορατός) πίσω από δέντρο κάπου πλάι στο λοφάκι.}



Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

 Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα

Στη μικρή μας πόλη, τη Μεθώνη
δίπλα από το σπίτι του Αντώνη
είναι το καινούργιο νηπιαγωγείο.
Έχει ολόγυρα μεγάλες αυλές
και τα χρώματα που το 'χουν βάψει
φωτίζουν και τις μέρες του χειμώνα τις σκοτεινές.

Όλοι στη Μεθώνη καμαρώνουν το νηπιαγωγείο
και ο Αντώνης απ' όλους πιο πολύ
επειδή κάθε μέρα που περνάει
ξεχνάει, δε λογαριάζει  ότι γερνάει
που ακούει και βλέπει τα παιδιά
τον κάνει πολύ πίσω να γυρίζει
στα χρόνια που δεν θα 'ρθουνε γι αυτόν ξανά.

Η αλήθεια είναι, όταν κλείνουν τα σχολεία
κάνει και ο Αντώνης διακοπές
από τα τρεχαλητά και τις φωνές.
Ξέρει πως του χρειάζονται, τις χαίρεται
και μέρες ήσυχες, διαφορετικές.

Οι διακοπές για το Πάσχα πλησιάζουν.
Στον κήπο του Αντώνη που ένα σύρμα τον χωρίζει
από του νηπιαγωγείου την αυλή
κάτι όμορφο, κάτι παράξενο συμβαίνει
που ο Αντώνης το ανακάλυψε πριν δύο χρόνια
και περιμένει με αγωνία να το ξαναδεί.
Αυτό, γίνεται πάντα λίγο πριν το Πάσχα
και με κανέναν δεν το έχει μοιραστει
γιατί... να... φοβάται πως στο καφενείο, στη γειτονιά
θα πούνε σάλεψε ο Αντώνης από τη μοναξιά.
Έτσι, το κρατάει, είναι το μυστικό του και νιώθει μια χαρά.

Να 'τος. Κάθεται κάτω από τη λεμονιά.
Βλέπει τα κουνέλια του.
Βλέπει στην αυλή του νηπιαγωγείου τα παιδιά.
Τα κουνέλια του στο σύρμα μουσουδίζουν
είναι όλα μαζεμένα εκεί
ταράζεται το σύρμα από τις νυχιές τους
σκαρφαλώνουν μια σταλιά, πέφτουν, σκαρφαλώνουν  ξανά.
Με τις τροφές που αγαπάνε
ο Αντώνης προσπαθεί
ν' αποτραβήξει τα κουνέλια του από 'κει.
Δεν φεύγουν. Όπως τις άλλες φορές δεν έφυγαν.
Κάποια σκάβουν το χώμα
να περάσουν κάτω από το σύρμα.
Δεν τα καταφέρνουν, πάνε πιο πέρα
παραπονιάρικες κραυγούλες βγάζουν
χαμηλά στο φράχτη συνέχεια θέση αλλάζουν.
Ο Αντώνης σηκώνεται. 
Θέλει να τ' αφήσει.
Θέλει να παίξουν με τα παιδιά.
Ναι. Το αποφάσισε.
Θα πάει στο νηπιαγωγείο. Στη δασκάλα.
Να την παρακαλέσει.
Μπορεί για μια φορά
ν' αφήσει τα παιδιά- κουνελάκια της
να παίξουν με τα ζωάκια του
με τα κουνελάκια του.|
Το αποφάσισε. 
Για τα ζωάκια του αξίζει να σπάσει το μυστικό του
αφού με τη δασκάλα θα το μοιραστεί
θα της πει:
" Αυτές τις λίγες μέρες πριν το Πάσχα
που παίζουν με στολές -κουνέλια τα παιδιά στην αυλή
τα κουνελάκια μου μαζεύονται όλα στο φράχτη
είναι ανήσυχα, παραπονιούνται
προσπαθούν όσο κρατάει το παιχνίδι
να μπουν στη δική σας αυλή.
Λέω να τα φέρω αύριο για παιχνίδι
είμαι σίγουρος ότι όλοι :παιδιά, κουνέλια, εμείς
μισή ωρίτσα- όχι παραπάνω-
θα διασκεδάσουμε πολύ".








Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

ο κουραμπιές

 Ένα μαρτυριάρικο γλυκό

Πέρασαν τα Χριστούγεννα
και με ρωτάει μια μέρα 
με ύφος η μαμά
πριν από την Πρωτοχρονιά:
" Αθανασία τρως κρυφά;
πού πήγαν τόσοι κουραμπιέδες;
ο θείος Γιάννης έφαγε δύο
και τα παιδιά του άλλους τρεις.
7-8-9 ήταν τα κεράσματα
στα παιδιά που είπαν τα κάλαντα;
Η αδερφή σου και ο μπαμπάς
τρώνε μελομακάρονα."
-" Τι λες μαμά;" της είπα
" γιατί να φάω κρυφά;
κι αν έχω φάει και δεν με είδες
αυτό λέγεται κρυφά;"
- " Να" μου λέει, " στην πιατέλα
έμειναν καμιά δεκαριά
και...αφού δεν έφαγα εγώ
εσύ μένεις Αθανασία...
όχι παιδί μου, ας έφαγες
δεν έκανες κάτι κακό.
Ναααα, μόνο επειδή δεν σε είδα να τρως
απορώ... ,απορώ".
- "Μαμά" της είπα
εγώ με τη ζάχαρη την άχνη
καλά δεν τα πάω
λερώνομαι, κολλάω.
Μήπως δεν υπολόγισες σωστά;
Μήπως πήρε στο μαγαζί κουραμπιέδες ο μπαμπάς;
Αυτό το κάνει στο κρεοπωλείο του
ο μπαμπάς της Αθηνάς
για τους πελάτες του , κέρασμα.
Μπορεί να το σκέφτηκε και ο μπαμπάς.Να το έκανε και ο μπαμπάς."
Την προβλημάτισα τη μαμά.
Κάνω να φύγω
μεεεε αέρα, αφού πέτυχα
βγήκα νικήτρια από την κατηγορία
καιαιαι να ΄σου και η γιαγιά.
-" Τι συμβαίνει; γιατί υπάρχει ένταση;" ρώτησε
- "Τίποτα, τίποτα" είπαμε και οι δυο.
Ήρθαμε και οι τρεις πολύ κοντά.
Κοιταχτήκαμε και συμφωνήσαμε εγώ με τη μαμά
χωρίς να πούμε λέξη
μη στεναχωρήσουμε τη γιαγιά.
Τα ρούχα της στα πλαϊνά, όχι μπροστά
σύννεφα απλωμένα πάνω στο μαύρο.
Τίναζε τη ζάχαρη να φύγει 
η καημένη η γιαγιά
κι η ζάχαρη η προδότρα, η μαρτυριάρα
πάλι φανερώνονταν, διαφορετικά.

Έχει ζάχαρο η γιαγιά Αθανασία.
Ανησύχησε η μαμά μου.
"Αθανασία" μου είπε, όταν έφυγε η γιαγιά
" θα βάλω τους κουραμπιέδες σε ένα κουτί
να τους πας στο μαγαζί του μπαμπά."


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ( ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ)

 

Η      ΚΟΚΚΙΝΟΣΟΥΠΑ       (Θεατρικό για το Δημοτικό)

{ Σκηνικό- Υλικά: Μεγάλα κλαριά με χιόνι εσωτερικό βαμβάκι από πάπλωμα- μαξιλάρια . Κάτω και γύρω φελιζόλ σε κομμάτια μεγάλα και πάνω πάλι  βαμβάκι αραιά σκορπισμένο.

Μεγάλη λεκάνη βαθειά πλαστική τυλιγμένη με αλουμινόχαρτο για τη σούπα, 1 μεγάλη κουτάλα και 5 μικρές( αυτές ξύλα με κολλημένο χαρτόνι στο τέλος σε σχήμα κουταλιού) }

Πρόσωπα:1. Μπάκαλος: Μεγάλος κούνελος---- ο μάγειρας.
                    2. Μικρός κούνελος ( Λιχούδης)
                    3.Τζίτζι ( νανάκι)
                    4. Μπου (νανάκι)   {Τα 3 νανάκια με κόκκινα
                    5. Τιτή ( νανάκι)          σκουφιά και μποτάκια}
                    6. Φιλιώ ( η αλεπού)
                    7. Ρούντολφ  (ο τάρανδος)
                    8. Ο Αη-Βασίλης.

1η σκηνή: Ο Μπάκαλος ανακατεύει τη σούπα με μεγάλη κουτάλα. Φωνάζει τα νανάκια

Μπάκαλος: Τζίτζι, Μπου, Τιτή
Φέρτε μήλα, φέρτε σμέουρα, φέρτε κόκκινες πιπεριές
πολλές, πολλές, πολλές.
( ήρθαν)
Μπάκαλος: Το χρώμα βοηθοί μου είναι πολύ σημαντικό.

Μπου: Βιάζεσαι  μάγειρά μας
και έχουμε ξεποδαριαστεί.
Χτες κινδυνέψαμε πολύ.
Εκεί που πήγαμε για πιπεριές
ντουφέκια μας περίμεναν
που έβγαζαν φωτιές.

Μπάκαλος: Πήγατε και στο χωριό;

Τζίτζι: Αφού ήθελες και καυτερές.
Αυτές είναι στους κήπους, στις αυλές.
Σε γλάστρες οι πιο πολλές.

Μπάκαλος: Ααααα μην ξαναπάτε εκεί.
Μόνο στις αποθήκες . Έξω από το χωριό.
Φέρτε μόνο από τις αποξηραμένες , τις γλυκές
αλλά φέρτε πολλές, πολλές.
Θααα στείλω τη Φιλιώ για λίγες καυτερές.

Τιτή: Σωστά  μαγειρά μας.
Το χωριό όπως αυτή, δεν το ξέρουμε εμείς.
Αφουού και το ζυμαρικό, το πήρε όλο με τη μία.
Ξέρει πού κρύβουν, πού αποθηκεύουν το καθετί.
Είναι θαρραλέα, γρήγορη, εργατική.

Μπάκαλος: Μααα είναι πολλοί οι λόγοι   ( η αλεπού ήρθε.
 που έστειλα για το ζυμαρικό αυτή.           Φαίνεται κρυμμένη
Ξέρει πότε, πού να κρυφτεί                         κουνάει ουρά, γελάει)
ξεγελάει σκύλους και ανθρώπους
έχει ιδέες, βρίσκει τρόπους.
Άντε τώρα, δρόμο εσείς
για να βοηθήσετε και στο ανακάτεμα μετά.   ( φεύγουν)
( φωνάζει ο Μπάκαλος τον Λιχούδη)
Μπάκαλος: Λιχούδη, Λιχούδη, μα γιατί αργεί;
Το πιπέρι πρέπει να μπει.         ( μπαίνει ο Λιχούδης με βαζάκι
                                                         τρέχοντας και πάει στο καζάνι)                            
Λιχούδης: Ναα αα ρίξω ;

Μπάκαλος: Να ρίξεις. Παντού, έλα και από εδώ.
              ( Κινείται γύρω από το καζάνι ο Λιχούδης τινάζει
                το βαζάκι και φταρνίζεται από τη σκόνη)
Λιχούδης : (Αφού τελείωσε)
                    Να ανακατέψω και εγώ;

Μπάκαλος: Βέβαια. Πάρε μία κουτάλα, να ξεκουραστώ λίγο και εγώ. Τααα καρότα; Σου είπα  να φέρεις και λίγα ακόμα
 ααααχ Λιχούδη, ενώ είσαι καλοφαγάς και πολυφαγάς
 για την προετοιμασία του φαγητού το βλέπω. Σα να τεμπελιάζεις. Καθυστερείς, ξεχνάς.

Λιχούδης: Νααα τα φέρω λίγο πιο μετά;

Μπάκαλος: Όχι. Τώρα τρέξε φέρτα.
Πρέπει  για να μαλακώσουν να βράσουν ώρες.
Και την κανέλα. Μην ξεχάσεις την κανέλα.

Λιχούδης: Θα ανακατέψω όμως πάλι μετά;

Μπάκαλος: Ελεύθερα! Η κουτάλα σου θα σε περιμένει.
 ( έφυγε ο Λυχούδης τρέχοντας)
(Μπαίνουν Τζίτζη, Μπου, Τιτή: με καλαθάκια γεμάτα)

   Τζίτζι: ( έρχεται στο καζάνι)
               Σμέουρα μάγειρά μου. Να τα ρίξω εγώ;
               Θέλω και ν’ ανακατέψω. Μου επιτρέπεις; Μπορώ;   
 
Μπάκαλος: Σου επιτρέπω Τζίτζι
Πάρε μία κουτάλα από εκεί.   ( παίρνει και πάει αρχίζει
                                                          να ανακατεύει)
όσο πιο πολλοί βάζετε το χεράκι σας
αυτή είναι η αγάπη σας.
έτσι η κοκκινόσουπα θα γίνει εκπληκτική
νόστιμη και κυρίως αποτελεσματική.
Σήμερα εδώ η μαγειρική ακολουθεί ειδική συνταγή
είναι του Αη –Βασίλη επιθυμία αλλά και εντολή

( Τζίτζι,Μπου,Τιτή: Ωωωω! Ωωω! Ωωω! Ωω! Εντολή!! Εντολή!)
(συνεχίζει ο Μπάκαλος)

Μπάκαλος: Έλα Τιτή, μην περιμένεις
βλέπω έχεις φέρει πολλές πιπεριές. ( καλό είναι να έχει μεγάλο
                                                    καλάθι και να πέφτουν πολλές)
Άδειασε το καλάθι σου στη σούπα  ( Αφού τις έριξε..)

Τιτή: Να ανακατέψω και εγώ;

Μπάκαλος: Πάρε μια κουτάλα και έλα.
Ακούστε με… Είμαστε όλοι βοηθοί του Αη- Βασίλη.
Μου το είπε. Δεν είναι μόνο τα υλικά.
Χρειάζεται και η δική μας συνεργασία
 που Θα δώσει στην κοκκινόσουπα αξία.

( πιο πέρα η Μπου αρχίζει να πετάει  μήλα στο καζάνι από το καλάθι της. Γελάει: χιχχιχ!! Χι! Χι! Χι!  Κάθε φορά που μπαίνει μήλο στη σούπα. Φωνάζει:

Μπου: Μλουμ! Μηλοβουτιά! Χι! Χι! Μηλοβουτιά!  Ένα μήλο θα βρει στο κεφάλι τον Μπάκαλο που θα γελάσει , θα το μαζέψει από κάτω και θα το ρίξει στη σούπα. Όλοι γελούν. Χι! Χι! Χι!  Χα! χα! χα!)

Μπάκαλος: Έλα Μπουου. Φτάνουν τα αστεία.
Φέρε τα μήλα. Ρίξτα στη σούπα.

Μπου: ( Τα ρίχνει και ρωτάει: )
            Να ανακατέψω τώρα μάγειρά μου;

Μπάκαλος: Να ανακατέψεις Μπου.
              ( παίρνει κουτάλα και ανακατεύει μαζί με τους άλλους)
             ( Ο Μπάκαλος φωνάζει)
Λιχούδη!  Λιχούδηηηη τα καρότα, η κανέλαααα

Λιχούδης: Έφτασααα ( ήρθε τρέχοντας με καλάθι  γεμάτο καρότα και ένα βαζάκι στο άλλο χέρι με την κανέλα)
 
Μπάκαλος: Πού ήσουν τόση ώρα;

Λιχούδης: Έψαχνα την κανέλα.

Ρίξε τα καρότα και την κανέλα σιγά- σιγά. Φέρε ένα γύρο το καζάνι.
( ρίχνει τα καρότα και μετά τινάζοντας την κανέλα  φταρνίζεται και τραντάζεται. Όλοι γελούν. Φταρνίζονται και η Μπου και η Τιτή  και ο Τζίζι που ανακατεύουν ήδη)
( ανακατεύουν όλοι και παίζει μουσική)

Μπάκαλος: Βλέπω μαλάκωσαν για τα καλά, όλα τα υλικά.
Είναι ώρα για το  ζυμαρικό.
( φωνάζουν όλοι μαζί: Φιλιώ, Φιλιώ, Φιλιώ )

Φιλιώ:  Εδώ είμαι. (Πλησιάζει,  σκύβει και βλέπει τη σούπα)  Γιααα να δω είναι κόκκινη; Ωωωω!  Σας καμαρώνω! Είστε σπουδαίοι. Ο Αη- Βασίλης θα ενθουσιαστεί.

Μπάκαλος: Να βοηθήσω. Άσε με να ρίξω το ζυμαρικό.
(παίρνει το τσουβαλάκι που είναι φορτωμένη η Φιλιώ)
Ωωωω! Πώς το σήκωσες όλο αυτό; (ρίχνει το ζυμαρικό ο Μπάκαλος)
Αχαααα! Αστράκι! Αστράκι! Αστράκι ζυμαρικό!
Το πιο κατάλληλο για αυτό το ταξίδι ανάμεσα στ’ αστέρια.
Μετά από την αστεράτη κοκκινόσουπα
τη σούπερ δυναμωτική
ο Αη- Βασίλης περιμένει να γίνει η μεγάλη αλλαγή!

 Φιλιώ, Μπου, Τζίτζι, Τιτή, Λιχούδης: Αλλαγή; Αλλαγή; Τι αλλαγή; Τι αλλαγή;
( είσοδος Αη- Βασίλη)

Αη- Βασίλης: Εγώ,εγώ θα σας πω.
Αυτή τη νύχτα σχεδιάζω το πιο φωτεινό απ’ όλα τα ταξίδια που έχω κάνει.      ( κοιτάζονται μεταξύ τους. Μπου: Τι εννοεί;)
Σε λίγο εδώ, θα φάμε όλοι από την κοκκινόσουπα αυτή
Βοηθοί μου! Περιμένω, ανυπομονώ…
( είσοδος Ρούντολφ)
Ωωωω! Καλώς τον.
 Πάνω στην ώρα ήρθες.
Βοηθοί μου, περιμένω όλοι οι τάρανδοί μου
μπορεί, ίσως,   … και γω και σεις ν’ αλλάξουμε.

 Τιτή: (Προς το κοινό) :Τι να γίνουμε;

( συνεχίζει ο Αη- Βασίλης να εξηγεί):Νααα γίνουν ολωνών οι                     μύτες σαν του Ρούντολφ
κατακόκκινες, φωτεινές!

Μπάκαλος: Παππούλη τι λες;

Τζίτζι, Μπου, Φιλιώ! : Τι λες παππούλη; ‘Αμα φάμε κοκκινόσουπα Θα γίνουν οι μύτες μας κόκκινες; Και θα φωτίζουν το βράδυ;

Αη- Βασίλης: Ναιαιαι  .. το έχω σκεφτεί.
Εδώ και καιρό μου παιδεύει το μυαλό. Αναρωτιόμουν γιατί μόνο  ο Ρούντολφ έχει κόκκινη μύτη ποουου είναι και φωτεινή;

Όλοι μαζί: Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Αη- Βασίλης: Θυμήθηκα, θυμήθηκα φίλοι μου καλοί
                        πολύτιμοί μου βοηθοί.

Όλοι μαζί: Τι; Τι; Τι; Τι;

Αη- Βασίλης: Ο Ρούντολφ από μικρός, έτρωγε πολλές, πάρα πολλές κόκκινες πιπεριές.

Ρούντολφ: Ναι! Αλήθεια είναι παππούλη. Όπως τα λες.
   χα! χα! χα!  και συνεχίζω!
 Τρώω κάθε μέρα ,δύο κόκκινες πιπεριές, δύο μήλα και μία καραμέλα κανέλα.

Όλοι μαζί: Ωωω! Ωωω! Ωωω! 

Φιλιώ: Πώς δεν το πρόσεξα αυτό;  Καταπληκτικό!
Πάντως εγώ δεν θέλω να φαίνομαι , να φωτίζω.
Τη νύχτα η μύτη η φωτεινή απαγορεύεται για όποιον θέλει να κρυφτεί.
Όμως θα την τιμήσω, θα δοκιμάσω από την κοκκινόσουπα
δεεεν νομίζω με μία φορά και με τόσο λίγο
να κάνω στη μύτη μου ζημιά.

Μπάκαλος: Εντάξει. Δίκιο έχεις Φιλιώ.

Αη- Βασίλης: Και ΄γω συμφωνώ μαζί σου Φιλιώ.
Πάντως οι άλλοι θα φάμε όλοι.
Εγώ και οι τάρανδοί μου, αρκετή.
Ελπίζω σε ένα ταξίδι  πιο φωτεινό

Όλοι οι άλλοι: Τιτή:  Και μεις;  Μπου:  Αν κοκκινήσουν οι μύτες μας θα κινδυνεύουμε τη νύχτα πιο πολύ. Λιχούδης:  Σαν τη Φιλιώ. Φοβάμαι και ‘γω, ας πάω σπάνια στο χωριό.

Αη- Βασίλης: Κανένας κίνδυνος .Μακάρι να κοκκινήσουν οι μύτες μας.  Για αυτή τη βραδιά θα ‘ναι μόνο.
Αχ βοηθοί μου!Δεν θα τρώμε συνέχεια κοκκινόσουπα .
Δεεεν έχουμε κόλλημα με τις πιπεριές και τα μήλα και την κανέλα εμείς. 
 Ρούντολφ  δεν θα γίνουμε τρώγοντας κόκκινα μία φορά.
Απόψε μόνο. Αν πιάσει η συνταγή, πουου δεν το κρύβω, για να πιάσει έκανα προσευχή, εμείς θα φωτίζουμε το ταξίδι μας φορτωμένοι τα δώρα
κι εσείς στο δάσος το φωτεινό, το γιορτινό από σας
θα καλωσορίσετε τη    νέα χρονιά.
Τι λέτε;  Θα φάμε όλοι; αξίζει να ‘ναι φωτεινή αυτή η βραδιά;

Όλοι: Ναιαιαιαιαι!  Ναιαι! ναι ναι! Ναι!
 θα φάμε όλοι, θα φάμε όλοι πολλή
κοκκινόσουπα , θα ‘μαστε τυχεροί.
Αφού Άγιε Βασίλη έκανες προσευχή! Έκανες προσευχή!

Όλοι με μύτες φωτεινές  {από εδώ και κάτω τραγουδιστά-δις}
στη νέα  χρονιά θα πούμε καλωσόρισες!
όλοι με μύτες φωτεινές
στη νέα χρονιά θα πούμε καλωσόρισες!
        







 



 





ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2024




Πριν τα Χριστούγεννα

Πού θα γιορτάσεις;
Έρχονται τα Χριστούγεννα!
Οργάνωσες ταξίδι στα χιόνια
ή σε εξωτικό προορισμό;
Θα είσαι με γάντια; Με σκουφιά ή με μαγιώ;

Σπίτια, σχολεία, δρόμοι, μέσα μεταφορικά
καταστήματα φυσικά ή ηλεκτρονικά
με φώτα, στολίδια, ντυμένα μελωδίες
ό,τι είναι γύρω, τη χαρά που περιμένεις
φρόντισες 
πολλοί να μοιραστείτε.
Λες, καλωσορίσματα είναι αυτά
για τη μεγάλη τη γιορτή.
Έχει γενέθλια ο Χριστός.
Αιώνες τώρα, διαρκώς
σαν άνθρωπος και σαν θεός
Χριστούγεννα ξαναγεννιέται.|
Κάπου όμως, μέσα σου βαθειά
ενώ είναι όλα λαμπερά
νιώθεις κάτι πως λείπει
πως τη μικραίνει τη χαρά
το κλίμα που έφτιαξες το γιορτινό
σκιά λύπης το βαραίνει.

Γυρίζεις πίσω, τότε, εκεί
στο καταφύγιο- σπήλαιο, στη βραδιά
που διάλεξε ο θεός να 'ρθει
στη γη με ανθρώπινη μορφή.

Στο τώρα πάλι έρχεσαι
ο Ηρώδης βλέπεις ειν' εδώ
με κάποιο άλλο πρόσωπο
σαν δυνατός ηγέτης
πολέμους καταστρώνει 
πολλές χιλιάδες οι νεκροί
φτώχεια και πείνα και διωγμοί
τα κατορθώματά του.

Μακριά από φώτα, στολισμούς και μουσικές
πλούσια τραπέζια, γέλια, δώρα και ευχές
αληθινές απ' την καρδιά αλλά και ψεύτικες
εκατομμύρια άνθρωποι
'ελα,  φωνάζουν στο Χριστό
έλα, να γεννηθείς ξανά
ειν η καρδιά μας η σπηλιά
εσένα περιμένει.











Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

( Κύκλος Ζωής) ο Τζίτζικας

Ο Τζίτζικας

Καιρό πολύ σε φρόντισε 
                        το χώμα
'ο,τι είχε να σου δώσει, στο 'δωσε
εισ'  έτοιμος για άλλα
ψάχνεις για τα περάσματα
το σώμα σου αναμετράς
δρόμους διαλέγεις βολικούς
στα μέτρα τα δικά σου
κι αυτοί δυσκολοδιάβατοι
μα δε γυρίζεις πίσω
αφού το έβαλες σκοπό
να βγεις στο φως, στο γαλανό
που ονειρευόσουν χρόνια.
Δε σταματάς, ας πας αργά
όλο ανηφορίζεις
κι όσο ανηφορίζεις
χώμα ζεστό, πιο αλαφρύ
γύρω σου, πάνωθέ σου
και με το σώμα απορείς
που μ' ευκολία, με σιγουριά
σα να τον ήξερε από πριν
το δρόμο που ανοίγεται
κάθε φορά μπροστά σου τον διαβαίνει.
" θα πλησιάζω" σκέφτεσαι
" περίσσεια ορμή και πεθυμιά
                        απ' την ψυχή
με σπρώχνουν.
Έφτασα. Βγήκα. Αλλάζω....
Ναι, είμ' εγώ. Τι απορώ; 
Που απέξω είμαι άλλος;
Με το καινούργιο σώμα μου
το φως , τη ζέστη θα χαρώ
του ήλιου τα χρυσάφια.

Πέτρες, κλαριά και φυλλωσιές
ξερόχορτα, φτέρες, ελιές
πολύχρωμα λουλούδια 
όλα με καλοδέχονται
κι εγώ όλο φτερουγίσματα
πήδους απ' το ένα στο άλλο
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

Το φως, η ζέστη, οι μυρωδιές
τ' αγέρι που χαϊδεύει
και το σκοτάδι τις νυχτιές
που το στολίζουν τ' άστρα
δώρα που μου χαρίζονται
κι εγώ έγινα τραγουδιστής
για να τους λέω ευχαριστώ
άλλο τρόπο δε βρήκα.

     Μέρα και νύχτα τραγουδώ
     σχεδόν χωρίς σταματημό
     κάποιους ανθρώπους ενοχλώ
     με την επιμονή μου
     μααα.. αυτό μονάχα θα τους πω:
     - θα με δικαιολογήσετε αν το καλοσκεφτείτε-.
     Τα χρόνια που έζησα πολλά
     στα παγερά σκοτάδια
     κι ελάχιστος ο χρόνος μου
     ψηλά στο φως, στη ζέστη.
     Λέτε ειν το τραγούδι μου
     ήχοι μυριάδες μαχαιριές
     το χρόνο κομματιάζουν
     κι εγώ σας λέω, το έψαξα
     αυτόν τον τρόπο διάλεξα
     το χρόνο να μακρύνω.
Θα τραγουδώ, θα τραγουδώ
μες το τραγούδι, τη χαρά
το τέλος θε να μ' έβρει."

( Για παιδιά Ε ,ΣΤ τάξεων αλλά και Γυμνασίου)