Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η γιαγιά μου

Η γιαγιά μου


«Ήρθαν τα έπιπλα! Ήρθαν τα έπιπλα παιδιά!», είπε και έλαμψε η γιαγιά.
Προτού να σταματήσει ο θόρυβος που κάνει η πόρτα του κήπου όταν ανοίγει, η γιαγιά είχε εξαφανιστεί.
Η μαμά μας ρώτησε: « ποια έπιπλα;» και έφυγε στο κατόπι της γιαγιάς.
Εμείς παρατήσαμε το παιχνίδι.
Είμαστε στο παράθυρο. Έξω η γιαγιά μιλάει με κάποιον άγνωστο. Άλλοι δύο μπαίνουν στον κήπο. Κουβαλούν ένα τραπέζι. Θα είναι από την  ΠΗΓΑΣΟΣ»
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ. Αυτό γράφει στο πλάι το φορτηγό.
Η μαμά στέκεται. Κοιτάζει από απόσταση, δεν πλησιάζει κανέναν. Ο άνθρωπος που μιλάει με τη γιαγιά της δείχνει κάποια χαρτιά. Της τα έδωσε. Η γιαγιά κάτι γράφει και του τα γυρίζει αμέσως πίσω. Αυτός της ξαναδίνει ένα μόνο.
Τώρα αυτοί που κουβαλούσαν το τραπέζι, κουβαλούν πολυθρόνες.
Μία ο καθένας. Έξι μέτρησα από αυτές.
Ωραία έπιπλα. Μεγάλα. Άνετα. Τέτοια έχω δει σε διαφημίσεις στην τηλεόραση
και σε φυλλάδια που ρίχνουν στο κουτί. Όσο και να τα κατηγορεί η μαμά, τα φυλλογυρίζει. Δείχνει και σε μας κάτι που μπορεί κατά τη γνώμη της  να μας ενδιαφέρει.
Αυτά που πήραμε είναι έπιπλα εξωτερικού χώρου.
Η μεταφορά και η τοποθέτηση έγιναν  στο πι και φι. Πέταξαν οι εργαζόμενοι της « ΠΗΓΑΣΟΣ».
Η μαμά όλη την ώρα εκεί κάτω, κολώνα. Κατάλαβα ως τώρα ότι για τα έπιπλα δεν ξέρει. Δεν τα παρήγγειλε αυτή.
Έφυγε το φορτηγό. Η πόρτα έκλεισε. Κάτι είπε η μαμά που δεν το ακούσαμε. Πώς να φτάσει ως εδώ; Κάτι μικρό, δύο- τρεις λέξεις είπε και η γιαγιά, που τη βλέπω να πλησιάζει στο « σαλόνι του κήπου». Κάθεται με το πόδι απανωτό σε μία πολυθρόνα, ακουμπάει στα μπράτσα τα χέρια. Γελάει. Κάτι λέει  που δεν πιστεύω πως το άκουσε η μαμά, γιατί πλησιάζει στο σπίτι. Δείχνει μέσα στα νεύρα.
Εμείς επιστρέψαμε στο παιχνίδι με τις κάρτες.
« Ωραία τα έπιπλα κήπου. Τα είδαμε» λέω στη μαμά με το που μπήκε.
«Άφησέ με Θωμά. Δεν μπορεί η γιαγιά να κάνει ό,τι θέλει δίχως να ρωτάει. Δεν ήξερα τίποτα.» Είναι μέσα στα νεύρα. Κόκκινη.
« Μήπως ξέρει ο μπαμπάς; Μήπως μαζί το σχεδίασαν; Έκπληξη για μας. Για σκέψου…» της λέω.
Πέρασε λίγη ώρα.
Με το που μπαίνει στο σπίτι η γιαγιά φωνάζει: « Έκπληξη! Ωραία τα έπιπλα;  Τα είδατε παιδιά. Σας πήρε το μάτι μου για λίγο.»
«Ναι, ωραία» λέμε με ένα στόμα η Σοφία και εγώ. Η μαμά δε μίλησε.
« Μαρίνα τι λες εσύ;» τη ρωτάει η γιαγιά,« Ωραία αλλά… ζοριζόμαστε οικονομικά» της απαντάει η μαμά.
«Αααα πήρα από τη σύνταξη τα αναδρομικά. Δεν επιβάρυνα κανέναν. Έκανα ένα δώρο σε μένα, ελπίζω και σε σας. Ούτε ο Ανδρέας ξέρει κάτι. Έκπληξη για όλους.»
Με όσα είπε η γιαγιά δεν άφησε κενά για ερωτήσεις, για παράπονα.
Τελικά δεν έπεσα και πολύ έξω. Ήταν  έκπληξη  αλλά δική της μόνο, δίχως συνεννόηση με το μπαμπά.
Η μαμά άφησε το νεροχύτη και έκανε τη γιαγιά αγκαλιά. Είναι συγκινημένη.
Χμ! Με αυτά και με αυτά, κατάλαβα κάτι.
Πραγματικά την άλλαξε η εγχείριση  στο γόνατο τη γιαγιά. Άλλος άνθρωπος. Βγαίνει με φίλες της συχνά, περιποιείται τα μαλλιά της, ασχολείται με τον κήπο και προπαντός δε γκρινιάζει για πόνους. Τώρα έκανε αυτό. Το δώρο για τον εαυτό της και για μας. « το σαλόνι του κήπου».
Περνούν οι μέρες. Ο κήπος αλλάζει. Στο σαλόνι του μπήκαν μαξιλάρες φουσκωτές, μπήκαν τρία φανάρια διακοσμητικά επάνω στο τραπέζι, από αυτά που φορτίζουν από την ήλιο όλη μέρα. Έτσι έχουμε ωραίο απαλό φως όλο το βράδυ χωρίς να ξοδεύουμε παραπάνω ρεύμα.
Στο πλάι στο σαλόνι μπήκε σε μία μόνο μεριά ένα ξύλινο δικτυωτό χώρισμα.
Και τέτοια έχω δει σε περιοδικά με διαφημίσεις. Στο χώρισμα η γιαγιά κρέμασε μικρά γλαστράκια με λουλούδια. Πετούνιες άκουσα ότι λέγονται.
Όλα, όλα αυτά με τα λεφτά από τα αναδρομικά!
Σήμερα είναι Κυριακή. Είναι δροσερά από το πότισμα. Καθαρά. Ακόμα δε νύχτωσε για τα καλά. Είμαστε όλοι στον κήπο. Εμείς, η γιαγιά Χαρίκλεια η αδερφή της γιαγιάς, ο θείος Αντώνης με τον ξαδερφό μου, τη θεία και ένας άγνωστος κύριος.
Γύρω από το τραπέζι φέραμε και καρέκλες από το σπίτι για να χωράμε όλοι.
Όσο σκοτεινιάζει , τα φανάρια στο τραπέζι φωτίζουν περισσότερο τις πίτσες, τις μπύρες, τα σουβλάκια. Τα ποτήρια λάμπουν.
Όχι, δεν μαγείρεψε η μαμά.
Delivery. Το αγαπημένο μου.
Αυτό το τραπέζι, το πρώτο που γίνεται στο σαλόνι του κήπου, είναι κέρασμα από τη γιαγιά. «Θωμούλη», μου φωνάζει κάποια στιγμή κι εγώ παράτησα το παιχνίδι. Τρέχω να δω τι θέλει. « Φέρε μία πράσινη από το ψυγείο για τον Πεπέ», μου λέει.
Εγώ, σφαίρα, Γύρισα με τη μπύρα και κοιτάζω τον Πεπέ. Πρώτη φορά τον βλέπω στο σπίτι μας και δεν άκουσα ποτέ τίποτα για το ποιος είναι, τι κάνει, γιατί είναι σήμερα μαζί μας. Θα το θυμόμουν με τέτοιο όνομα που έχει.
Παίξαμε, παίξαμε, ώσπου τους τρελάναμε από τη φασαρία και γυρίσαμε στο «σαλόνι» με τους μεγάλους.
Τρώμε πίτσα κατάχαμα. Εγώ ζήτησα σουβλάκι αλλά δεν έμεινε κανένα. Να πω την αλήθεια, δεν με πείραξε.
Τώρα μιλάει η γιαγιά ή μάλλον κελαηδάει. Τσουγκρίζει και το ποτήρι της με τον θείο, τη θεία, τη μαμά, τον μπαμπά, την αδερφή της και τον Πεπέ.
«Άκου Αντώνη», λέει στο θείο. Αν είναι να βρεθούν οι άνθρωποι, βρίσκονται. «Να… με τον Πεπέ τον κηπουρό μας είχαμε τρία χρόνια να συναντηθούμε. Χαθήκαμε. Συμβαίνουν αυτά. Και πώς είναι τώρα εδώ και βλέπει τον κήπο που με τα χέρια του έστησε και καμαρώνει; Εεεε… τυχαία βέβαια.
Θυμάστε πριν από λίγο καιρό, εκεί, μετά το Πάσχα που πήγαμε σ’ εκείνη την ταβέρνα στο Μαραθώνα; Μεσημέρι ήταν. « Να. Ναι» ,είπαν ο θείος και η θεία.
«Όταν κοίταξα γύρω» , συνέχισε η γιαγιά, « ανάμεσα στα λουλούδια , είδα τους συνδυασμούς τους, τα χωρίσματα και σκέφτηκα… βρε, ετούτος ο κήπος έγινε από τον Πεπέ, ολόιδιος με τον δικό μας είναι. Χωρίς να με δείτε, ρώτησα τον ιδιοκτήτη αν γνωρίζει τον  Πεπέ τον κηπουρό. « Ο Ιταλός είναι ο κηπουρός μου» μου είπε. « Φροντίζει, συντηρεί, ανανεώνει τα λουλούδια.» Εννοείται ότι πήρα το τηλέφωνο καιαιαι… να ‘τος  ο κηπουρός μας. Ο δημιουργός. Αυτός που έκανε με τα μαγικά του παράδεισο την αυλή.»
« Αααα! Τα παραλές κυρία Ευτυχία», τη διέκοψε ο Πεπέ.  «Όχι, όχι» λέει η γιαγιά. «Περνάω  ώρες στον κήπο Πεπέ. Όταν ανθίζουν τα ζουμπούλια και οι πανσέδες που αγαπάω πολύ, άσε, άσε, νομίζω είμαι στον παράδεισο. Θυμάσαι για το δενδρολίβανο που επέμενα; Κοίτα το, θέριεψε! Εγώ και η Μαρίνα φροντίζουμε τα λουλούδια αλλά ρωτάω  και τον γεωπόνο. Έχω όλα τα μικροεργαλεία και χορτοκοπτικό. « ‘Όλα θαυμάσια κυρία Ευτυχία, γεια μας» είπε ο Πεπέ και τσούγκρισε με τη γιαγιά και με τον θείο δίπλα του.
Η γιαγιά όλο γελάει. Σα να παραήπιε μου φαίνεται. Σηκώνεται. « Εις υγείαν» λέει. « Πίνω στην υγεία του ορθοπεδικού, πίνω και για τον κηπουρό. Ο ένας με απάλλαξε από τους πόνους, με έκανε να χορεύω και ο άλλος, εεε Πεπέ;  Ο άλλος μου έφτιαξε έναν παράδεισο. Με χρώματα, με αρώματα γεμίζει η ψυχή μου όταν βρίσκομαι εδώ.»
Όλοι χαιρόμαστε με τη χαρά της γιαγιάς. Τώρα γεμίζω με πορτοκαλάδα ένα γυάλινο ποτήρι και πάω να τσουγκρίσω με τη γιαγιά μου.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου