Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ (Η νύχτα που γεννήθηκε... ένα γλυκό)

                                            Η νύχτα που γεννήθηκε... ένα γλυκό.


Προτού γίνω το γλυκάκι
το ωραίο το φουσκωτό
πριν πολύ πολύυυυυ καιρό...
εγώ διάλεξα τον τόπο
εγώ διάλεξα τον τρόπο.
Ήθελα να γεννηθώ.

Ήταν καταχείμωνο
το κρύο τσουχτερό.
Ψηλά σ'  ένα βουνό
κάπου σε μια χώρα 
σ' ένα μικρό χωριό
μέσα σε μια κουζίνα
χωρίς ηλεκτρικό
η κυρά, η Σταματίνα,
ζύμωνε ψωμί γλυκό
με αμύγδαλα και βούτυρο
το έθιμο ήταν αυτό.
Χριστούγεννα πλησίαζαν 
και το ψωμί ήταν δώρο
για το μικρό Χριστό.
Θα πήγαινε στην εκκλησία
για να λειτουργηθεί
κι έπειτα, ξανά στο σπίτι
μ ' ευλάβεια να φαγωθεί.
Έπλασε η κυρά, η Σταματίνα,
μία ζύμη μαλακή
κι εκεί που τα κατάφερε
μια ωραία μπάλα να στήσει
και σχέδια από ζύμη
πάνω της να κολλήσει
πέσαν δύο μπαλίτσες
κάτω στα χαμηλά
κι ούτε που το κατάλαβε
έτσι στα σκοτεινά.
Η λάμπα ίσα που έφεγγε
επάνω στο τραπέζι
και η Κυρά, η Σταματίνα βιάζονταν
γρήγορα να φουρνίσει
είχε παρααργήσει.

Βάζει στο φούρνο τα ψωμί
και πιάνει να μαζέψει
από την ατσαλιά
μα πέφτει το αλεύρι
σκορπάει χαμηλά.
Σκύβει για να μαζέψει
και βλέπει δυο σβολάκια
άσπρα και φουσκωτά.
Τα παίρνει, τα φιλάει
και βγάζει απ' το ντουλάπι
το τσίγκινο   πιατάκι
που πίνει γάλα το γατάκι.
Τα σβολάκια μέσα βάζει
να τα ψήσει και αυτά.
Για το τσίγκινο πιατάκι 
δίπλα από το ψωμί είχε χώρο
και ας ήταν στριμωχτά.

Στο σπίτι απλωνόταν 
ωραία μυρωδιά
που ποιος το ξέρει; Ίσως
τη νιώσαν τα παιδιά
εύχομαι στ' όνειρό τους
να μπήκε στα κλεφτά.

Σκέφτεται η κυρά, η Σταματίνα
να' χει το νου της, να βιαστεί
το τσίγκινο πιατάκι
πρέπει γρήγορα να βγει.
Ξέρει πως το Χριστόψωμο
θέλει ώρα πολλή.
Βγάζει το τσίγκινο πιατάκι
στο χρόνο το σωστό
μα με τη χοντρή πετσέτα
δεν το έπιασε καλά
κάηκε και τινάχτηκε
συμβαίνουνε αυτά.
Τινάχτηκαν και τα σβολάκια
όπως τινάχτηκε η κυρά
και το ένα από τα δύο
έπεσε μέσα στο πιάτο
με τη  ζάχαρη την άχνη
που περίμενε εκεί
το Χριστόψωμο να γίνει.
Έπρεπε με το που θα βγει
λίγο λαδάκι πάνω του να απλωθεί
και με ζάχαρη άχνη να πασπαλιστεί.
Κάνει να πιάσει η κυρά, η Σταματίνα, το σβολάκι
και βγάζει από τη ζάχαρη ένα άσπρο λοφάκι
με αφράτο φρέσκο χιόνι φουσκωτό
μμμμ!!! τι ωραία όψη έχει, σκέφτηκε...
αυτό είναι ένα πανέμορφο γλυκό!
Το βάζει σ΄ένα πιάτο πολύ προσεκτικά.
Βρίσκει κάτω το άλλο, το φυσάει, το καθαρίζει
κι έπειτα με ζάχαρη πολλή το πασπαλίζει.
Έτοιμα! Δύο γλυκά!

Το Χριστόψωμο ψήθηκε.
Με αγάπη, με υπομονή στολίστηκε.
Μπήκε σ΄ένα πανέρι
από πάνω μια πετσέτα καθαρή
κι η κυρά, η Σταματίνα, ευχαριστημένη
έσβησε τη λάμπα
για να πάει να κοιμηθεί.

Έξω η νύχτα δεν ήταν πολύ σκοτεινή.
Μισό φεγγάρι, λίγα αστέρια
ίσα που μπαίναν στην κουζίνα
κι όλο το φως τους, σα να το μάζεψαν εκεί
πάνω στα δύο χιονισμένα γλυκά λοφάκια
ένα γλυκό, εγώ,
γεννήθηκα τη νύχτα αυτή.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου